Ηθικό κατά τον Καντ είναι «κάτι που μπορεί να αποτελεί παγκόσμια
νομιμότητα» αν δηλαδή μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν νόμο, ο οποίος έχει
παγκόσμια εφαρμογή, τότε ο νόμος αυτός αποτελεί ένα στοιχείο ηθικής. Το σύνολο
τέτοιων νόμων δημιουργεί την ηθική.
Η νομιμότητα απ την άλλη, είναι η διάθεση μας να ακολουθούμε ένα
νομικό σύστημα. Με απλά λόγια να τηρούμε τους νόμους.
Η ηθικότητα όμως εμπεριέχει κανόνες που ισχύουν κατά το δοκούν και
σίγουρα προς το συμφέρον αυτών που έχουν την εξουσιαστική δύναμη.. Έτσι η
ηθικότητα κατόρθωσε να αντικαταστήσει και να υποκαταστήσει ανά τους αιώνες την
έννοια της ηθικής.
Το αποτέλεσμα ολοφάνερο μπρος στα μάτια όλων μας καθημερινά. Αδικίες,
εκβιασμοί, μικρό και μεγαλοαπάτες, κοσμούν το ηθικό μας σύστημα. Και τι περίεργο
και άξιο απορίας γεγονός;
Πώς γίνεται κατά κανόνα αυτές οι παραβιάσεις του ηθικού κώδικα, να
γίνονται απ’ αυτούς που έχουν υπό οποιοδήποτε τρόπο κατοχή ή ανάμιξη με την
εξουσία.
Το απαύγασμα και η κατατρόπωση του ηθικού μας κώδικα επέρχεται και
τον αποτελειώνει, με το να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι όλο ετούτο είναι και
ηθικό και νόμιμο.
Απ’ την άλλη μεριά η νομιμότητα είναι η διάθεση μας να τηρούμε το
νόμο. Ποιος όμως μας προφυλάσσει απ’ τη μη νομιμότητα του νόμου;
Έχουμε όλοι την διάχυτη άποψη πως ο νόμος είναι πάντα σύμφωνος με
το συμφέρον όλων μας, μα παρ’ όλα αυτά αντιλαμβανόμαστε όλοι ή σχεδόν όλοι ότι
κάτι δεν πάει καλά.
Αυτή η διαλεκτική πρόταση εμπεριέχει μιαν αντίφαση που είναι
ουσιαστική και θεμελιώδης.
Πώς γίνεται δηλαδή ο νόμος να είναι προς το συμφέρον όλων μας, μα
τελικά να μην πραγματοποιείται;
Έτσι λοιπόν η νομιμότητα χρησιμοποιείται ως ένα καλό εργαλείο
αυτών που την χειρίζονται, ώστε να πείσουν όλους εμάς για την ηθική τους
υπόσταση.
Όταν η ηθική δεν "καλύπτει" και δεν επικυρώνει τη νομιμότητα, τότε η νομιμότητα πάσχει ακυρότητας, αφού "ακουμπά" μόνο στην τυπικότητα και όχι στην ουσία.
Όταν η ηθική δεν "καλύπτει" και δεν επικυρώνει τη νομιμότητα, τότε η νομιμότητα πάσχει ακυρότητας, αφού "ακουμπά" μόνο στην τυπικότητα και όχι στην ουσία.
Διαβάζοντας
προσεκτικά την παρακάτω απόφαση, εύκολα ο νούς του κάθε λογικού ανθρώπου οδηγείται
στις λαϊκές ρήσεις,
Όποιος έχει
μαχαίρι τρώει πεπόνι.
ή η άλλη σε
παράφραση όμως για να δένει ……..
Νίκος
κερνάει, Νίκος πίνει.
5 σχόλια:
Η ηθική εν τέλει, φαίνεται πως είναι ένα πολύ σχετικό και υποκειμενικά διαλαμβανόμενο θέμα και εξαρτάται από τις προδιαθέσεις, την ιδιοτέλεια, τις διαστάσεις, που θέλει κάποιος να προσδώσει και το αποτέλεσμα που θέλει να αποκομίσει. Μια πράξη, που εμείς υστερόβουλα την παρουσιάζουμε αν-ήθικη, μπορεί να είναι εντελώς ηθική και αιτιολογημένη. Σαφώς και ο Καντ συνιστά το «Ηθικό» ως «κάτι που αποτελεί παγκόσμια νομιμότητα». Αλλά και ο Νίτσε σαφώς συμπληρώνει την φράση «ουδείς εκών κακός» του Σωκράτη με τη φράση «αλλά και ουδείς εκών καλός», καταδεικνύοντας τη βούληση του ανθρώπου, στο «πράττειν ηθικώς» ή «πράττειν μη ηθικώς».
Ως γνωστόν, η βούληση και η γνώση που λαμβάνουμε μέσω της παιδείας, μας κατευθύνει σε διανοητικές διεργασίες, που παρέχουν αρχικά ένα θεωρητικά ηθικό αποτέλεσμα και μετά ένα πρακτικό. Ήτοι, μας βοηθούν στο ηθικώς σκέπτεσθαι και στο ηθικώς πράττειν. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτοί που αποφεύγουν να λειτουργήσουν ηθικά, προβάλουν ως στοιχείο ηθικής πράξης την ηθικολογία. Οιοσδήποτε που θέλει να παρουσιάσει «εαυτόν» κριτή και φορέα ηθικής πρέπει να γνωρίζει ότι η βούληση και η πράξη πρέπει να είναι καθάριες και να μην υποθάλπονται από λανθάνουσες πεποιθήσεις.
Στις δύσκολες εποχές που ζούμε και οι οποίες αποτελούν πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους εχθρικά συναισθήματα απέναντι σε συνανθρώπους μας, πρέπει να προσέχουμε όταν καλούμαστε να διατυπώσουμε από δημόσιο βήμα σκέψεις, απόψεις και γνώμες. Πρέπει να έχουμε το σθένος και τη μεγαλοψυχία ακόμη και αν κάτι δεν αρέσει σε μας ή δεν το αποδεχόμαστε για καθαρά προσωπικούς λόγους, οφείλουμε ωστόσο, χωρίς ενδοιασμούς να ενημερώνουμε απροκατάληπτα τους συνανθρώπους μας και δη τους συναδέλφους μας. Ο ηθικά ανώτερος είναι αυτός που έχει τη συναισθηματική και ψυχική ωριμότητα σε κάθε δεδομένη στιγμή να δρα ηθικά, να υπερβαίνει εαυτόν και όχι να υπερβάλλει εαυτόν. Φιλικά "amigio"
Ο Kant υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά δεν είναι προϊόν γνώσης και οι ηθικές μας επιλογές καθορίζονται από την βούληση μας που σε καμιά περίπτωση δεν έχει σχέση με ένστικτα, συναισθήματα και πάθη.
Ο Kant λέγει ότι η ηθική μας συμπεριφορά είναι προϊόν της βούλησης της καθαρής. Το κριτήριο που ενώνει την ηθική συμπεριφορά με την καθαρή βούληση είναι η ελευθερία που είναι βασικό στοιχείο για την ηθική συμπεριφορά. Μια πράξη αξιολογείται ηθικά μόνο αν το άτομο που την έπραξε ήταν ελεύθερο για να την πράξει.
Η καθαρή βούληση δεν αναφέρεται σε κάτι πέρα από αυτήν, αναφέρεται και δεσμεύεται σε εκείνο που ίδια έχει θέσει ως επιδίωξη της και είναι δηλαδή μια αυτοδέσμευση που για τον Kant ταυτίζεται με την ελευθερία της βούλησης.
Το να πράττει κανείς από καθήκον σημαίνει να επιδεικνύει καλή βούληση παρά τις δυσκολίες. Εδώ πρέπει να γίνει σαφής η διάκριση: πράττω σύμφωνα με το καθήκον και πράττω με κίνητρο το καθήκον.
Για τον Kant η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος κάνει καλό από καθήκον και όχι από προδιάθεση ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με την θέληση του.
Η ηθική στάση του ανθρώπου εξαρτάται από την εσωτερική διάθεση του, χωρίς σκοπιμότητες, εξαρτάται από την βούληση του όταν αυτή είναι αγαθή χωρίς να τείνει να εξυπηρετήσει κάποιον σκοπό. Ακόμα και αν δεν επιτυγχάνει τίποτα, η βούληση από μόνη της είναι αυτή που δίνει αξία και αποτελεί την ουσία της ηθικότητας του ανθρώπου.
Ο Χέγκελ εναντιώνεται στο Καντιανό σύστημα, διότι πιστεύει ότι ο νους δεν κατασκευάζει την εμπειρία μέσω των έμφυτων εννοιών του. Η συνείδηση αποκτά αυτοσυνείδηση μέσω της πορείας της από κατεστημένες ιδέες και θεσμούς. Για να τελειοποιηθεί, πρέπει να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο αντικειμενικότητας σε ένα έλλογο σύστημα κοινωνικών θεσμών. Με την ένταξη του μεμονωμένου ατόμου σε ένα συλλογικό πλαίσιο νομιμότητας έχοντας γνώση της προσωπικής του βούλησης, η ανθρώπινη θέληση αποκτά ορθολογικό χαρακτήρα και αντικειμενοποιείται, διότι απεγκλωβίζεται από τα ιδιοτελή της συμφέροντα και γίνεται κοινωνική οντότητα. Η εγελιανή θεωρία της αντικειμενικής ηθικότητας συνιστά ένα σύστημα αξιών, ηθών, παραδόσεων και συμπεριφορών. Εντάσσει τα μεμονωμένα υποκείμενα στα θεσμικά πλαίσια οργανωμένων συνόλων, ιεραρχικά διατεταγμένων, τα οποία είναι η οικογένεια, η αστική κοινωνία και το πολιτικό κράτος. Η οικογένεια τοποθετεί το φυσικό εγώ (τον άνθρωπο) σε ένα κοινωνικό σύνολο διαμορφώνοντάς το σε ανεξάρτητη ατομική οντότητα, ικανή να διαχειριστεί με ικανό τρόπο μέσω της συλλογικότητας, τις προσωπικές του ανάγκες. Η αστική κοινωνία μετασχηματίζει τις ατομικές ανάγκες σε κοινές και μετουσιώνει τη προσωπική σε συλλογική ωφέλεια ως ηθικό καθήκον. Τέλος το κράτος τελειοποιεί την έλλογη βούληση, υποτάσσοντας το προσωπικό συμφέρον σε εκείνο του συνόλου, καθώς ο πολιτικός νόμος αναγκάζει το άτομο μέσα από την πολιτική συμμετοχή να γίνει πολίτης του κράτους. Οι συνθήκες αυτές καθιστούν την αυτόβουλη δράση ορθολογική, διασφαλίζοντας ότι η έλλογη δράση θα αναγνωρίζεται από τον φορέα της και από τρίτους ως αυτόβουλη έκφραση της υποκειμενικότητάς του, με την έννοια της αυτοπραγμάτωσης του φορέα της ως αυτόνομου προσώπου. Η θεωρία αυτοσυνείδησης του Χέγκελ αναφέρεται στην πρακτική δράση του ατόμου, που βιώνει εσωτερικά τους εξωτερικούς παράγοντες και μέσα από έλλογες διαδικασίες, νομοθετεί αυτοβούλως κρίνοντας ορθολογικά τις πράξεις του, όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά και στο σύνολο, μετατρέποντας την υποκειμενικότητά του σε μια αυτόνομη, αυτόβουλη, ελεύθερη και ηθική οντότητα. Φιλικά amigio
Το άτομο που αποφασίζει αυτόβουλα και αντικειμενικά, συγκρούεται στην ουσία με την άποψη των άλλων αλλά και με την υποκειμενική άποψη ή θέληση του εαυτού του. Η κάθε απόφασή του για να είναι αντικειμενικά σωστή και κοινωνικά αποδεκτή θα πρέπει να είναι και ηθικά επικυρωμένη, τόσο σύμφωνα με την Κάντ, όσο και με τον Χέγκελ «Η θεωρία αυτοσυνείδησης του Χέγκελ αναφέρεται στην πρακτική δράση του ατόμου, που βιώνει εσωτερικά τους εξωτερικούς παράγοντες και μέσα από έλλογες διαδικασίες, νομοθετεί αυτοβούλως κρίνοντας ορθολογικά τις πράξεις του, όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά και στο σύνολο, μετατρέποντας την υποκειμενικότητά του σε μια αυτόνομη, αυτόβουλη, ελεύθερη και ηθική οντότητα»
Η υποχρέωση τέλεσης του καθήκοντος είναι ανεξάρτητη με το ενδιαφέρον και την επιθυμία τέλεσης του καθήκοντος.
Η υποχρέωση του καθήκοντος καθορίζεται από κάποια κανονιστική διαδικασία, την οποία διαμορφώνουν και καθορίζουν άλλοι, είναι κοινή για όλους και αφορά το σύνολο, ενώ την επιθυμία την υπαγορεύει ο εαυτός του ατόμου, αφορά τον εαυτό του και λαμβάνει χώρα για κάποιον σκοπό.
Επί του προκειμένου η απόφαση για παραμονή στην υπηρεσία ενός ανώτερου υπηρεσιακού παράγοντα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι υπόθεση του εαυτού του, ακόμη και αν ο νόμος δίδει τέτοια διακριτική ευχέρεια, στη θέση και όχι στο πρόσωπο.
Το πρέπει ως ηθικά απαιτούμενο, ήταν αναγκαίο να πραγματωθεί από άλλο πρόσωπο ανώτερο αυτού.
Το πρέπει χρησιμοποιείται με την έννοια της υποχρέωσης και του καθήκοντος. Με την έννοια του πρέπει γίνεται η διάκριση μεταξύ των καθηκόντων που ανήκουν στην τάξη της υποχρέωσης λ.χ. να τηρούμε τους νόμους και στα επιθυμητά καθήκοντα, για παράδειγμα να πράττουμε ή να μιλάμε αντικειμενικά. Τα υποχρεωτικά καθήκοντα έχουν γενική ισχύ και δεν οδηγούν σε συγκρούσεις καθηκόντων ένεκα μη ύπαρξης προαίρεσης. Για αυτά, επιλέγουμε μόνο τον τρόπο εκτέλεσης αυτών, γιατί είναι καθορισμένα και συνεπάγονται αντίστοιχα δικαιώματα σε συγκεκριμένα άτομα.
Επί του πρακτέου, οι διατάξεις των αρθ.1 και 3 του ΦΕΚ/Β/2539/15-12-08 καθιστούν αναγκαίο τόσο την τήρηση της υποχρέωσης όσο και την εκτέλεση του καθήκοντος. Φιλικά amigio.
Δημοσίευση σχολίου