Οι αναρτήσεις μέσα από τις φωτογραφίες

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Έχει πάντα δίκιο ο λαός;



Αποτελεί τετριμμένη αλήθεια ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία ο λαός θεωρείται ότι έχει πάντα δίκιο στην ετυμηγορία του.
Λέω ότι είναι τετριμμένη αυτή η αλήθεια με την έννοια ότι ισχύει ταυτολογικά: σε μια εκλογική αναμέτρηση η βούληση του εκλογικού σώματος εκφράζεται κυρίαρχα με τους θεσμικά προβλεπόμενους τρόπους. Είναι τόσο αληθές αυτό όσο το ότι το μήκος μιας γραμμής είναι ίσο με εκείνο που προκύπτει από την ορθή μέτρησή της.

Είναι επίσης αναγνωρισμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Φυσικά κι έχει πάντα δίκιο εκφράζοντας την ικανοποίηση ή την απαρέσκεια του για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που του προσφέρεται. Σημαίνει ότι ή έκφραση αυτή καταγράφεται ως έχει: δεν επιδέχεται «διόρθωση». Συχνά, όμως, παρεξηγείται το νόημα αυτής της αρχής με αποτέλεσμα να οδηγείται κανείς στην πλάνη.
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την πλάνη αυτή ουσιοκρατική και συγχρόνως ολιστική και ανθρωπομορφική.


Εικόνα θεοποιημένου Λαού επί ηγεμονίας θεοποιημένου δικτάτορα

Η ρίζα της σύγχυσης

Η ουσιοκρατική πλάνη συνίσταται στην πίστη στην ύπαρξη κάποιας «ουσίας» που καθορίζει τις ιδιότητες ενός όντος. Δεν μπορεί παρά έχει αυτές τις ιδιότητες, διότι συνυφαίνονται με αυτή του την «ουσία». Μπορούμε να πούμε ότι «κάθε αντικείμενο Α έχει αναγκαία την ιδιότητα χ». Το χ είναι μέρος της «ουσίας» του Α.
Αν όμως εξ αρχής το Α ορίζεται ως έχον την ιδιότητα χ, τότε η διαπίστωση ότι κάθε Α έχει την ιδιότητα χ, είναι μεν ορθή, αλλά έχει μηδενικό πληροφοριακό περιεχόμενο. Δεν ανακαλύπτουμε μετά από έρευνα ότι το Α έχει την ιδιότητα χ, αλλά η ιδιότητα αυτή περιέχεται στον λεκτικό ορισμό του Α. Κάθε εργένης είναι ανύπαντρος: όχι διότι έγινε εμπειρική έρευνα σε ένα δείγμα 1000 εργένηδων και βρέθηκε ότι και οι 1000 ήταν ανύπαντροι, και στη συνέχεια σε 1000 παντρεμένους και δεν βρέθηκε ούτε ένας εργένης, αλλά διότι από την αρχή ορίσαμε τον εργένη ως τον ανύπαντρο άντρα.
Πολλές φορές η «ουσία» που επικαλείται ο ουσιοκράτης για να εξηγήσει κάτι έχει πάλι τον ορισμό του ως βάση, όμως λιγότερο φανερά από το παράδειγμα με τον εργένη.  Ο ουσιοκράτης, πολύ απλά, συγχέει τις ιδιότητες της γλώσσας με εκείνες του κόσμου, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Bertrand Russell , εφόσον αυτό που χρησιμεύει για να ορίσουμε αυτό στο οποίο αναφερόμαστε εκλαμβάνεται ως «γνώρισμα» που ορίζεται από τον ίδιο τον εμπειρικό κόσμο.
Αυτό συνδέεται με την πλάνη γνωστή ως “No true Scotsman fallacy” την οποία διατύπωσε ο  Antony Flew. Ένας Σκοτσέζος λέει υπερήφανα, διαβάζοντας για μια εγκληματική πράξη Άγγλου:   «Κανένας Σκοτσέζος δεν θα διέπραττε αυτό το έγκλημα». Την επόμενη μέρα διαβάζει στην εφημερίδα ότι κάποιος συμπατριώτης του διέπραξε ακριβώς το ίδιο. Κανένα πρόβλημα για τη γενίκευση της προηγούμενης μέρας. Την επαναλαμβάνει ελαφρώς τροποποιημένη:
«Κανένας γνήσιος Σκοτσέζος δεν θα διέπραττε αυτό το έγκλημα». Αν το διέπραξε, σημαίνει ότι δεν είναι γνήσιος Σκοτσέζος. Όμως, έχει συμπεριλάβει την ανικανότητα στο έγκλημα στον αρχικό ορισμό του Σκοτσέζου. Έχει εκ των προτέρων ανοσοποιηθεί κατά της διάψευσης η πρότασή του. Είναι, όμως, κενή πληροφοριακού περιεχομένου.

Η υποστασιοποίηση του «λαού»

Ας έρθουμε στην ιδέα ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο και να δούμε πώς η ουσιοκρατική πλάνη συνδέεται μαζί της. Το ότι ο λαός δεν σφάλλει στην ετυμηγορία του είναι, όπως είπα, ταυτολογικά ορθό. Καλείται να εκφράσει με ένα θεσμικά προβλεπόμενο τρόπο (εκλογές όπου ισχύει συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα) την προτίμησή του το εκλογικό σώμα, το οποίο συνίσταται από πολυάριθμα άτομα και που για λόγους συντομίας έκφρασης δίνουμε το όνομα «λαός».
Αυτός ο λαός, όπως τον ορίσαμε, εκφράζεται με τα θεσμικά μέτρα που προβλέπονται για αυτό. Η ετυμηγορία του είναι «ορθή» με την έννοια ότι εκλαμβάνεται για αυτό που είναι, όποια και αν είναι αυτή. Δεν σφάλλει, όπως και η πραγματικότητα δεν σφάλλει, όπως η φύση και τα γεγονότα δεν σφάλλουν. Εμείς, οι παρατηρητές και αναλυτές της φύσης και των γεγονότων μπορούμε να πέσουμε έξω στις εκτιμήσεις και τις κρίσεις μας. Η μη σφαλερότητα δεν είναι μέρος της «ουσίας» του λαού.
Η μη σφαλερότητα που του αποδίδεται έχει την έννοια ότι ο σχολιαστής και ο ερευνητής δεν καλείται να κρίνει αν σωστά ή λανθασμένα εκφράστηκε ο λαός, αλλά να αναλύσει και να εξηγήσει την εκλογική συμπεριφορά, τις συνθήκες που υπαγόρευσαν ορισμένες συμπεριφορές, το σύστημα μέσω του οποίου οι επιλογές αυτές μεταφράζονται σε βουλευτικές έδρες κλπ.
Φυσικά και σε μια τέτοια ανάλυση δεν τίθεται θέμα συλλογικής ευθύνης του εκλογικού σώματος για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.
Άλλωστε η ευθύνη είναι μια ηθική κατηγορία, και ως τέτοια ανήκει στην ατομική συνείδηση, όχι σε ομάδες, ή κατηγορίες σκέψης τις οποίες συμβατικά ονοματίζουμε, και  εντελώς εσφαλμένα τους αποδίδουμε οντολογική υπόσταση.
Όμως, αυτοί που αναπαυδήτως επαναλαμβάνουν το κλισέ περί της αλάνθαστης ετυμηγορίας του λαού – μη αντιλαμβανόμενοι τον κοινότοπο και ταυτολογικό χαρακτήρα της δήλωσής τους πηγαίνουν πιο πέρα. Λένε ότι η ετυμηγορία του λαού είναι σοφή, ότι ο λαός είναι σοφός. Η θεσμικά αναγνωρισμένη κυριαρχία του λαού –και επομένως η ετυμηγορία του – δεν τους αρκεί. Ο λαός είναι σοφός και κυρίαρχος συγχρόνως. Του αποδίδονται με τον τρόπο αυτό, ιδιότητες που μόνο στο Θεό αποδίδονται.
Με αφετηρία μια ταυτολογική αλήθεια – την οποία εκλαμβάνει ως σημαντική – προχωράει σε μια εξαγγελία η οποία είναι αυθαίρετη, πομφολυγώδης, και ολιστική. Μέσα από αυτήν ο λαός υποστασιοποιείται ανθρωπομορφικά. Αποδίδεται σ’ αυτόν μια συλλογική προσωπικότητα η οποία δρα, βούλεται, σκέπτεται, κρίνει και αποφασίζει πάνω στα πολιτικά πράγματα με απόλυτη αρμοδιότητα. Η τελευταία δεν του αποδίδεται απλώς συμβατικά, αλλά ουσιαστικά.
Η κρίση αυτής της συλλογικής προσωπικότητας δεν θεωρείται μόνο «τύποις» αλλά και «ουσία» αλάνθαστη. Έχει, υποτίθεται, ορθολογική εξήγηση, κάθε εκλογικό αποτέλεσμα ως σοφά μελετημένη κρίση που σχηματίζει ο νους αυτής της συλλογικής προσωπικότητας. Αυξάνει ή μειώνει κατά περίπτωση τη δύναμη ενός κόμματος, τόσο όσο πραγματικά πρέπει.
Δηλαδή, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη περί του λαού ως συλλογικής προσωπικότητας, κάθε ψηφοφόρος εκφράζει υποκειμενικά την προτίμησή του, ψηφίζει σύμφωνα με το συμφέρον του, την κρίση του, τις αξίες του, το θυμικό του, αλλά δεν είναι παρά ένα «μόριο» ενός όλου το οποίο λειτουργεί με άλλες νομοτέλειες και που ακολουθεί τη δική του «λογική». Η τελευταία ταιριάζει στις ανάγκες και τη βούληση αυτής της συλλογικής προσωπικότητας.
Η όλη ιδέα είναι ολιστική και ανθρωπομορφική. Εκλαμβάνει τον λαό ως μια οντότητα, ως σύνολο που είναι ενιαίο παρά τις διαφοροποιήσεις των μερών μεταξύ τους. Παραθεωρεί το γεγονός ότι ο «λαός» δεν είναι παρά ένα όνομα που δίνουμε σε ένα σύνολο που συμβατικά θεωρείται ενιαία ολότητα.
Δεν είναι μια οντότητα που υφίσταται ανεξάρτητα από την σύμβαση να ονοματιστεί έτσι. Δεν υπάρχει κάποιος συλλογικός νους που σκέπτεται, βούλεται, αποφασίζει, εκφράζει προτιμήσεις, αποδοκιμασία, εύνοια ή απαρέσκεια. Συγκεκριμένα άτομα διαμορφώνουν σκέψεις και προβαίνουν σε αποφάσεις που τις εκφράζουν με τις ψήφους τους η συγκταρίθμηση των οποίων εκλαμβάνεται ως ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Συντομογραφικά χρησιμοποιείται η έκφραση «λαϊκή ετυμηγορία» στη θέση αυτής της περιγραφής.
Στην ίδια ανθρωπομορφική πλάνη περιπίπτουν και όσοι υποστηρίζουν ότι ο λαός «παραπλανήθηκε» στην ψήφο του, ή ότι  «φέρει ευθύνες» για αυτήν. Λειτουργεί η υπόρρητη παραδοχή ότι ο λαός έχει μια προσωπικότητα στην οποία μπορούν να αποδοθούν ευθύνες. Δεν λαμβάνεται υπόψη ότι ο «λαός» δεν υφίσταται ως συλλογικό υποκείμενο. Είναι απλά ένα όνομα, μια νοητική κατασκευή που χρησιμεύει στην εξήγηση της λειτουργίας θεσμών.
Με μια έννοια είναι το όνομα ενός θεσμού. Δεν φέρει ευθύνες, επειδή οι θεσμοί, οι αφηρημένες ιδέες ή τα σύνολα, δεν είναι φορείς ευθυνών. Ευθύνες έχουν άτομα. Και ο λαός είναι εξ ορισμού ανεύθυνος. Δεν «σφάλλει» : όχι διότι είναι πάνσοφος ή πανάρετος, αλλά διότι τα αποτελέσματα των επιλογών του, θετικά ή αρνητικά, τα απολαμβάνει ή τα υφίσταται ο ίδιος.
Μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι ως ιδεατό σύνολο δεν σφάλλει ο λαός. Ως άθροισμα συγκεκριμένων ατόμων ούτε σφάλλει, ούτε δικαιώνεται. Αλλά τα πολυάριθμα αυτά άτομα συχνά αντιλαμβάνονται, το καθένα ξεχωριστά – και συνήθως μετεκλογικά – αν διέπραξαν σφάλματα ή όχι.
Αν και επίσης συχνά δεν το αντιλαμβάνονται ή δεν το παραδέχονται.
Δημήτρης Δημητράκος
Ratio Vincit

Δεν υπάρχουν σχόλια: