Είναι
δύσκολο να βγει συμπέρασμα ασφαλές για την πραγματική αποτίμηση της αξίας των
περιφερειακών αεροδρομίων. Το πώς υπολογίστηκε και το γιατί η συνολική
αποτίμηση ήταν μικρότερη κατά τέσσερις φορές από το προσφερθέν ποσό της επενδυτικής
κοινοπραξίας, είναι ένα θέμα που θα έπρεπε στο σωστό χρόνο και με τον σωστό
τρόπο να ερευνηθεί.
Όπως και να
έχει το όλο θέμα εάν η τιμή της προσφοράς δεν ήταν αυτού του ποσού θα έπρεπε να
είχε οδηγήσει πολλούς από τους συμμετέχοντες, τους αντιδρώντες και μη ίσως σε υποψίες και σε διαμαρτυρίες, ότι κάτι παράλογο και ενδεχομένως γκρίζο υπάρχει στην όλη διαδικασία.
Με την
πάροδο τόσων μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας του διαγωνισμού δεν είναι
ευκόλως αντιληπτό το γεγονός της έρευνας για το τίμημα της αξίας των
αεροδρομίων.
Η ανάδειξη
αυτού του θέματος τώρα που η διαδικασία της παραχώρησης βρίσκεται σε ώριμο
στάδιο υλοποίησης, αυτού του είδους οι έντεχνες καθυστερήσεις, μαρτυρούν ότι αποσκοπούν
ενδεχομένως σε άλλες επιδιώξεις.
Και αν δεν
είναι έτσι τότε από πού αντλεί την αισιοδοξία της μη υλοποίησης της σύμβασης παραχώρησης
των 14 αεροδρομίων ο δεύτερος επενδυτικός οίκος, ο οποίος διαλαλεί ότι τίποτε δεν έχει τελειώσει με την υπόθεση των αεροδρομίων.
Η ΜΕΤΚΑ δια
του εκπροσώπου της ελπίζει σε συμμετοχή της στο μοίρασμα των περιφερειακών
αεροδρομίων, δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τα αεροδρόμια του Αιγαίου.
Να θυμίσουμε
ότι στα 1,2 δισ. ευρώ ανήλθε η καλύτερη προσφορά της ελληνογερμανικής
κοινοπραξίας Fraport για την 40ετή εκχώρηση και αξιοποίηση των 14 περιφερειακών
αεροδρομίων της χώρας, την ώρα που οι εκτιμητές- σύμβουλοι του ΤΑΙΠΕΔ, αποτίμησαν την αξία των αεροδρομίων στο ελάχιστο ποσό των 350 εκατ. ευρώ.
Η διαφορά
αυτή των 850 εκατ. ευρώ δημιούργησε προβληματισμούς σε δικαστικούς
κύκλους, οι οποίοι με αφορμή σχετικά δημοσιεύματα έθεσαν την υπόθεση επί
τάπητος, προκειμένου να διαπιστώσουν την συνολική στάση του συμβούλων
–εκτιμητών που ασχολούνται με την αποτίμηση της αξίας της δημόσιας περιουσίας.
Κι αυτό
διότι στην υπόθεση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων η προσφορά της
ελληνογερμανικής κοινοπραξίας είναι τέσσερις φορές πάνω από την αποτίμηση των
εκτιμητών του ΤΑΙΠΕΔ. Δηλαδή η προσφορά της εταιρίας που επιλέχθηκε
τελικά είναι περίπου 1,2 δισ. ευρώ εφάπαξ καταβολή και περίπου 23 εκατ.
ευρώ το χρόνο ως μίσθωμα το οποίο μάλιστα θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τον
πληθωρισμό. Κι όλα αυτά όταν η εκτίμηση των συμβούλων μιλούσε για 350 εκατ.
ευρώ.
Τις
απαντήσεις αναζητά ο επίκουρος εισαγγελέας διαφθοράς και οικονομικός
εισαγγελέας Γιάννης Δραγάτσης, καθώς αν ευσταθούν οι εκ των υστέρων καταγγελίες τότε
τίθεται επί τάπητος το ενδεχόμενο οι σύμβουλοι εκτιμητές να έχουν διαπράξει το
κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης. Νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι θέμα ηθικής
αυτουργίας των υπευθύνων του ΤΑΙΠΕΔ- στην περίπτωση που προκύψει αδίκημα- είναι
δύσκολο να τεθεί καθώς υφίσταται ως γνωστόν ο νόμος που τους προστατεύει από
κατηγορίες «απιστίας στην υπηρεσία», αλλά από τις ίδιες νομικές πηγές τίθεται
ούτως ή άλλως θέμα αντισυνταγματικότητας του εν λόγω νόμου αφού ουσιαστικά
πρόκειται για νόμο που απαλλάσσει εκ των προτέρων πρόσωπα από μελλοντικές
τους ενέργειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου