Ας
υποθέσουμε, τηρουμένων των αναλογιών, ότι οι εκπρόσωποι της
κυβέρνησης αγωνίζονται για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη και ότι
αυτό ήταν το μέλημά τους και πριν εκλεγούν. Ότι στ’ αλήθεια πίστευαν πως η
Ευρώπη θα υποχωρήσει μπροστά στη βούληση του ελληνικού λαού για τερματισμό της
λιτότητας, ότι ένα αριστερό κόμμα μιας μικρής χώρας θα κατάφερνε να ταρακουνήσει
τους συσχετισμούς στην Ευρώπη, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μη μας δώσουν χρήματα,
ότι θα μας διέγραφαν το χρέος, «ούτε μία στο εκατομμύριο» έλεγε ο πρωθυπουργός.
Ότι δεν έλεγαν πράγματα που είχαν ανάγκη να ακούσουν οι πολίτες-ψηφοφόροι, ο «ελληνικός λαός», για προσλήψεις, αυξήσεις, παροχές, επαναφορά του χαμένου βιοτικού επιπέδου και τερματισμό της ανηλεούς υπερφορολόγησης, ότι μια κυβέρνηση που θα διαπραγματευόταν την αξιοπρέπεια θα έφερνε την ελπίδα.
Ότι δεν έλεγαν πράγματα που είχαν ανάγκη να ακούσουν οι πολίτες-ψηφοφόροι, ο «ελληνικός λαός», για προσλήψεις, αυξήσεις, παροχές, επαναφορά του χαμένου βιοτικού επιπέδου και τερματισμό της ανηλεούς υπερφορολόγησης, ότι μια κυβέρνηση που θα διαπραγματευόταν την αξιοπρέπεια θα έφερνε την ελπίδα.
Ας
υποθέσουμε ακόμη ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν κι ότι με
οδυνηρό τρόπο οι εμπλεκόμενοι στη διαπραγμάτευση κατάλαβαν ότι η στρατηγική για
εκβιασμό μιας πολιτικής λύσης, παρακάμπτοντας θεσμικές και τεχνοκρατικές
διαδικασίες, δεν είχε αποτέλεσμα. Ότι απέναντι στα «νεοφιλελεύθερα κέντρα» που
τους πολέμησαν δεν είχαν άλλα όπλα παρά να συμβιβαστούν. Κι ότι εξ ανάγκης από
το «go back, κυρία Μέρκελ», μπροστά στο αδιέξοδο, η Γερμανίδα καγκελάριος έγινε
σύμμαχος του πρωθυπουργού και μέρος της λύσης.
Ας
υποθέσουμε, λοπόν, δείχνοντας καλή πίστη, ότι πίστεψαν τα μεγάλα τους
λόγια που τελικά διαψεύστηκαν. Τώρα που το δίλημμα είναι ένα και ασφυκτικό,
περίπου ίδιο με των προηγούμενων, και οδεύει προς τη λύση του –είτε θα
υποχωρήσουν ως προς τις «κόκκινες γραμμές» ή θα αντιμετωπίσουμε μια άτακτη
χρεοκοπία της χώρας–, δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ομολογήσουν: Το
διαπραγματευτικό μας σχέδιο καταποντίστηκε και μαζί η ελπίδα που θα ερχόταν. Όπως
άλλωστε δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην τηλεοπτική του συνέντευξη
στον Νίκο Χατζηνικολάου: «Δεν θέλω να ωραιοποιήσω την πραγματικότητα, αλλά
ούτε και να τη δραματοποιήσω, πρέπει να πούμε την αλήθεια». Αλλά, όλη την
αλήθεια;...
Να πουν όλη
την αλήθεια σημαίνει να παραδεχτούν πως μερίδιο ευθύνης έχουμε λίγο ή πολύ
περίπου όλοι ως ενεργά μέλη ενός συστήματος που στηριζόταν στις πελατειακές
σχέσεις και τη διαπλοκή. Που ψηφίζαμε αυτούς που ψηφίζαμε, που ξοδεύαμε χωρίς
να έχουμε. Η μεγαλύτερη ευθύνη ανήκει σε αυτούς που μέχρι πρότινος κυβερνούσαν,
αλλά και στη σημερινή κυβέρνηση που με τον προεκλογικό αντιπολιτευτικό της
αγώνα δημιούργησε εμφυλιοπολεμικό κλίμα επενδύοντας στον αντιμνημονιακό μέτωπο,
πείθοντας μια ολόκληρη κοινωνία ότι για όλα φταίνε οι άλλοι: οι ξένοι, οι
εκβιαστές και τα φερέφωνά τους.
Να πουν όλη
την αλήθεια σημαίνει να παραδεχτούν την ευθύνη που έχουν για το τωρινό
αδιέξοδο με τη λανθασμένη τακτική της διαπραγμάτευσης που οδήγησε τη χώρα σε
ασφυκτικές πιέσεις με αποτέλεσμα την αυτοπαγίδευσή της. «Ήταν λάθος που
δεν πήραμε χρήματα με τη συμφωνία του Φεβρουαρίου» ομολόγησε ο
Αλέξης Τσίπρας, συμπληρώνοντας όμως ότι αυτό οφειλόταν σε«παραπλάνηση», αφού η
κυβέρνηση αρκέστηκε σε προφορικές διαβεβαιώσεις ότι θα αποκατασταθούν οι
δυνατότητες χρηματοδότησης από τις τράπεζες. Τις οποίες είχε κατηγορηματικά
αρνηθεί η ΕΚΤ.
Είπε ακόμα στη
συνέντευξή του ο «παραπλανημένος» πρωθυπουργός πως η διαπραγμάτευση
συνεχίζεται γιατί ακόμα υπάρχουν στο τραπέζι υφεσιακά μέτρα, οι ομαδικές
απολύσεις, οι περικοπές συντάξεων... Η μισή αλήθεια πάλι, αφού η άλλη μισή
συμπληρώνεται από την ομολογία του Δραγασάκη στην «Αυγή». «Αν δεν βρεθεί
λύση τις επόμενες ημέρες, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να πάρει από μόνη της μέτρα
τα οποία τώρα προσπαθεί να αποφύγει».Που σημαίνει, αν δεν υπογράψουμε τη
συμφωνία, το μνημόνιο που θα αρνηθούμε, θα αναγκαστούμε να το εφαρμόσουμε μόνοι
μας με πολύ πιο οδυνηρό τρόπο. Γιατί οι «κόκκινες γραμμές» αφορούν πρωτίστως
εμάς. Όσο ωραία κι αν ακούγονται τα λόγια των υπουργών Στρατούλη και Σκουρλέτη
στα δελτία ειδήσεων, αν δεν πάρουμε μέτρα για το ασφαλιστικό δεν θα υπάρχουν
συντάξεις κι ούτε θα αποφύγουμε τις συλλογικές απολύσεις αν η ύφεση συνεχίσει
να βαθαίνει. Πριν από αυτά, όμως, δεν έχουμε ταμειακά διαθέσιμα για τους
μισθούς και τις συντάξες του μήνα.
Η αποφυγή
ανάληψης ευθυνών και η διχαστική ρητορική ήταν παγίδες που εγκλώβισαν τα
κόμματα, τις κυβερνήσεις, την κοινωνία. Από αυτό τον εγκλωβισμό τώρα πρέπει να
βρούμε τρόπο να ξεφύγουμε για να επιβιώσουμε, με ευθύνη της κυβέρνησης.
Πράγματι αποτελεί μεγάλο όπλο η (μεγάλη, αλλά ευαίσθητη στις ισορροπίες της)
λαϊκή υποστήριξη την ώρα της διαπραγμάτευσης, όπως ισχυρίζονται τα κυβερνητικά
στελέχη, όχι όμως για εκβιασμούς, κάλυψη, χρόνο –που δεν υπάρχει–, αλλά
για πολιτικές αποφάσεις που θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Ούτε δημοψήφισμα
ούτε εκλογές (με κλειστές τις τράπεζες), οποιαδήποτε επιδείνωση της ύφεσης θα
είναι μη αναστρέψιμη. Τα δεδομένα τα έχουμε: η πλειοψηφία του «λαού» στηρίζει
την κυβέρνηση, δεν επιθυμεί δημοψήφισμα, ζητάει την υπογραφή της συμφωνίας
(γνωρίζοντας ότι θα συνοδεύεται με μέτρα) και δεν θέλει να φύγουμε από τη ζώνη
του ευρώ. Δηλαδή, ζητάει από την κυβέρνηση να αποτρέψει τους κινδύνους. Ας
βάλουν στη θέση τους τα κομμάτια του παζλ που λείπουν.
Στο μεταξύ,
οι μισές αλήθειες συνεχίζονται. Το σκηνικό γύρω από το αν επιτευχθεί
ή όχι η συμφωνία παραμένει αβέβαιο (αλλιώς παρουσιάζεται από τους δικούς μας
αλλιώς από την άλλη πλευρά, με το πακέτο των μεταρρυθμίσεων να περιέχει μόνο
φόρους), οι δηλώσεις των υπουργών (ως προς τις κόκκινες γραμμές) συνεχίζουν
αναιρώντας συχνά η μία την άλλη και η Κουμουνδούρου γιορτάζει την εργατική
Πρωτομαγιά με το σύνθημα «Δεν εκβιαζόμαστε. Ούτε βήμα πίσω»: «Η
κυβέρνηση υλοποιώντας τις προεκλογικές της δεσμεύσεις προωθεί σχέδια νόμου για
επαναφορά των εργατικών δικαιωμάτων, του κατώτερου μισθού, των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, την επαναπρόσληψη των απολυθέντων στο Δημόσιο και την
αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Παράλληλα, όμως, συνεχίζονται με
μεγαλύτερη ένταση και οι πιέσεις, οι πολιτικοί εκβιασμοί από πλευράς δανειστών,
ξένων και ντόπιων οικονομικών συμφερόντων που αντιτίθενται σε οποιαδήποτε
προσπάθεια επανακατοχύρωσης και προστασίας εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων
και απαιτούν την πλήρη υποταγή της νέας κυβέρνησης».
Κι αν δεν
έλεγαν ψέματα, τώρα λένε. Τώρα ξέρουν, όπως ξέρουμε όλοι, δεν υπάρχουν
ανώδυνες λύσεις. Ούτε οι προθέσεις αρκούν, ούτε οι ιδέες έχουν τη δύναμη να
ανατρέψουν τα πράγματα, αντίθετα συντρίβονται από αυτά. Δεν είναι καθόλου
εύκολο, όμως εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει άλλη διέξοδος ούτε για τη χώρα ούτε
για την κυβέρνηση: η επιβίωσή τους είναι αλληλοεξαρτώμενη. Τα μάτια, με όσες
ελπίδες απομένουν, είναι στραμμένα στον πρωθυπουργό. Το ερώτημα είναι μπορεί να
αλλάξει την κυρίαρχη αφήγηση τόσων χρόνων πάνω στην οποία στήριξε την πολιτική
του ύπαρξη; Μπορεί να συντρίψει τις προεκλογικές φαντασιώσεις και τις
συλλογικές ψευδαισθήσεις που ο ίδιος καλλιέργησε και στις οποίες το κόμμα του
εμμένει; Αφού με τους έξω δεν του βγήκε, θα τολμήσει να συγκρουστεί εντός
Βουλής με όσους υπονομεύουν την επιβίωση της χώρας; Θα βρει το πολιτικό θάρρος
να πει την αλήθεια για να μη συντριβεί;
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΚΡΟΥΣ
Athens Voice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου