Ηφράση του
τίτλου –υπόδειγμα του genre της δημιουργικής ασάφειας στην πολιτική– είναι από
δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη την περασμένη εβδομάδα. Για
να μην τον αδικήσω, η συγκεκριμένη φράση του αποκτά ένα νόημα λογικό, μέσα στο πλαίσιο
των συμφραζομένων.
Αυτό που λέει είναι ότι στην κυβέρνηση νιώθουν τον φόβο (λόγω του αντικειμένου της διαπραγμάτευσης) αλλά δεν τον αφήνουν να τους κυριεύει. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να πιστεύω ότι η φράση του υπουργού εκφράζει μια αλήθεια πολύ διαφορετική από τη σκοπούμενη, εφόσον, με λίγη φαντασία, τη συλλάβουμε στην ποιητική διάστασή της. «Φοβόμαστε, αλλά δεν είμαστε φοβισμένοι» είναι, νομίζω, ένας πολύ εκλεπτυσμένος, πολύ φίνος τρόπος για να μας πουν ότι τα έχουν κάνει πάνω τους.
Αυτό που λέει είναι ότι στην κυβέρνηση νιώθουν τον φόβο (λόγω του αντικειμένου της διαπραγμάτευσης) αλλά δεν τον αφήνουν να τους κυριεύει. Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, να πιστεύω ότι η φράση του υπουργού εκφράζει μια αλήθεια πολύ διαφορετική από τη σκοπούμενη, εφόσον, με λίγη φαντασία, τη συλλάβουμε στην ποιητική διάστασή της. «Φοβόμαστε, αλλά δεν είμαστε φοβισμένοι» είναι, νομίζω, ένας πολύ εκλεπτυσμένος, πολύ φίνος τρόπος για να μας πουν ότι τα έχουν κάνει πάνω τους.
Εξαιρώ,
βεβαίως, τον ίδιο τον Βαρουφάκη. Αυτός διατηρεί απολύτως την ψυχραιμία του και
δεν θα είχε κανένα λόγο να τη χάσει, διότι η κατάσταση εξελίσσεται προς την
κατεύθυνση που θα τον βόλευε. Κατ’ αρχάς, οι μέρες του ως επικεφαλής της
διαπραγμάτευσης από ελληνικής πλευράς είναι μετρημένες. Δεν μπορώ να φαντασθώ
με τι πρόσωπο θα εμφανισθεί ξανά μπροστά στους ομολόγους του στα ευρωπαϊκά όργανα,
για να «συνεργαστούν», έπειτα από τα περί καταγραφής των εργασιών του
προηγούμενου Eurogroup. Διότι και μόνον ότι έδωσε –ο ίδιος, συνειδητά– την
αφορμή για να διασπαρεί η αμφιβολία ως προς την τήρηση του κανόνα της
εχεμύθειας είναι σαν να τον παραβίασε.
Το έδαφος
είναι προετοιμασμένο, λοιπόν, για την αποχώρησή του. Αν μάλιστα παραιτηθεί από
την κυβέρνηση, εφόσον προκύψει συμφωνία με την οποία η Ελλάδα, ουσιαστικά, θα
επιστρέφει στον δρόμο που άφησε μετά τις εκλογές, ο Βαρουφάκης θα είναι ο μόνος
σόουμαν της πολιτικής που θα έχει αποχωρήσει από τη σκηνή την κατάλληλη στιγμή:
με το μέγιστο όφελος και σχεδόν καθόλου φθορά.
Συμφωνία της
χώρας μας με τους δανειστές της, όπως την ορίζω παραπάνω, θα σημαίνει εκ των
πραγμάτων την ήττα της Ελλάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Θα είναι, ωστόσο, μια προσωπική νίκη
για τον Βαρουφάκη. Θα έχει πέσει μαχόμενος στην ακμή της δημοτικότητάς του,
υπερασπιζόμενος μια πολιτική, η οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αποδεκτή
από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και αν εφαρμοζόταν στην Ελλάδα θα αποτύγχανε
οικτρά στην πράξη. Με την πτώση του, όμως, θα έχει γίνει ήρωας και θα έχει
αποκτήσει ένα διεθνές κοινό για να τους αφηγείται πώς θα είχε σώσει όχι μόνο
την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη ολόκληρη. Και, φυσικά, εκείνοι θα πληρώνουν για
να τον ακούν. Η θεωρία του, δηλαδή, θα έχει επιζήσει, επειδή ακριβώς απέφυγε να
αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Και ποιος άλλος θα είναι καλύτερος για να
την πουλήσει από τον ίδιο; Ποιος τη χάρη του, λοιπόν! Η τετράμηνη θητεία του ως
υπουργού Οικονομικών θα είναι το εισιτήριο για τη σικάτη, αντισυμβατική και
εύπορη ζωή του θεσμικού αριστερού διανοούμενου. (Δωρεάν διακοπές στη Βενεζουέλα
και άλλα τέτοια ωραία...).
Για να μην
παρεξηγηθώ, όμως, ελπίζω να προσέξατε ότι στην αρχή της τρίτης παραγράφου είπα
«θα τον βόλευε»· ήταν υποθετικός ο λόγος. Εννοούσα ότι θα τον βόλευε, αν ήταν
ένας άλλος άνθρωπος, π.χ. αν ήταν ένας
υπέρ το δέον φιλόδοξος και νοσηρά νάρκισσος, όχι ο άνθρωπος που, όπως τον
περιγράφει η σύζυγός του, έχει χάσει τον ύπνο του από το αίσθημα της ευθύνης
προς τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων.
Περισσότερο,
πάντως, και από τον Βαρουφάκη, εκείνος που πρέπει να έχει χάσει τον ύπνο του
είναι ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ. Είναι λογικό, αφού την ώρα που εκείνος αντήλλασσε
χαμόγελα και χειραψίες με τους ηγέτες της Ευρώπης στη Ρίγα, ο Παναγιώτης
Λαφαζάνης από το βήμα της Βουλής απέκλειε συμφωνία «που δεν θα είναι συμβατή με
τις προγραμματικές εξαγγελίες μας», όπως είπε. Οσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της
επίσημης εκπροσώπησής του, αρνείται τα περί εσωτερικής απειλής, η
πραγματικότητα τον διαψεύδει. Ο Τσίπρας, αν πράγματι θέλει συμφωνία και όχι
χρεοκοπία, είναι υποχρεωμένος να εξουδετερώσει την εσωτερική αμφισβήτηση. Πώς
γίνεται;
Προσωπικώς,
δύο τρόπους μπορώ να σκεφθώ: τον καθαρό και τον σκοτεινό, ας τους πούμε έτσι. Ο
πρώτος είναι να φέρει τη συμφωνία και,αν αυτή προκαλέσει την εξέγερση των
νεομπολσεβίκων, αυτός να καταφύγει σε εκλογές. Στην περίπτωση αυτή, οι οιωνοί προμηνύονται
άριστοι: αντιπολίτευση δεν υπάρχει και οι περισσότεροι πολιτικοί παρατηρητές
θεωρούν πιθανό ο Τσίπρας να κερδίσει με συντριπτικό ποσοστό. Αν υποθέσουμε ότι
συμβαίνει αυτό, ο Τσίπρας θα έχει κερδίσει κάτι πολύ περισσότερο από μια
εκλογική νίκη: θα είναι μια, ενδεχομένως ιστορική, ευκαιρία για την
επανεκκίνηση της Κεντροαριστεράς με ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Δεν συνεχίζω, γιατί,
με λίγα λόγια, όλο αυτό ακούγεται σαν παραμύθι ― θαρρείς ότι βλέπεις και μια
νεράιδα να περνάει σαν αστραπή εκεί στην άκρη...
Ο άλλος
τρόπος, ο «σκοτεινός», έχει εκ των πραγμάτων πολύ παρασκήνιο, και προσωπικώς
για τον Αλέξη Τσίπρα έχει φθορά της δημοτικότητάς του, πίκρα και ντροπή. Διότι
προϋποθέτει ότι ο πρωθυπουργός θα φέρει τη συμφωνία σε αυτή τη Βουλή, αλλά θα
την περάσει με ψήφους της αντιπολίτευσης. (Θυμίζω ότι μόλις δεκατρείς ψήφοι
είναι η πλειοψηφία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στη Βουλή και, επίσης, ότι η
πρόεδρος του σώματος έχει ήδη πάρει τη δική της πορεία, την οποία μια παρόμοια
εξέλιξη θα επιτάχυνε...). Προφανώς, δε, συνέπεια της απώλειας της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα είναι να αναζητήσει συμμαχίες μέσα από τη
σημερινή Βουλή για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Από τις δύο
επιλογές, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πρώτη, η «καθαρή», είναι και η προτιμότερη.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ο χρόνος...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου