Yπάρχει η αισιοδοξία των στατιστικών στοιχείων και, από την
άλλη, υπάρχει η πραγματικότητα. Και αυτή η τελευταία είναι οδυνηρή και
απελπιστική. Η ελληνική οικονομία μπήκε σε φάση ασφυξίας. Στην αγορά τίποτα δεν
κινείται.
Πέρα από τις επιχειρήσεις πού μπορούν να αμείβουν την εργασία στις κανονικές προθεσμίες, το χρήμα που κυκλοφορεί είναι ελάχιστο και σίγουρα δεν κατευθύνεται προς επενδύσεις. Οι τράπεζες έχουν σοβαρότατο πρόβλημα ρευστότητας, τα κοινοτικά προγράμματα έχουν παγώσει και η εσωτερική αποταμίευση βαίνει συνεχώς προς τα κάτω. Τα δε στοιχεία της γενικής κυβερνήσεως τα οποία έγιναν γνωστά πριν λίγες ημέρες, μόνον προβληματισμό δημιουργούν. Είναι πλέον ολοφάνερη η απίστευτη λαϊκιστική ανευθυνότητα, προϊόν της πιο απίθανης για τον 21ο αιώνα σε δημοκρατική χώρα προπαγάνδας των δυνάμεων του ζόφου και της παρακμής.
Πέρα από τις επιχειρήσεις πού μπορούν να αμείβουν την εργασία στις κανονικές προθεσμίες, το χρήμα που κυκλοφορεί είναι ελάχιστο και σίγουρα δεν κατευθύνεται προς επενδύσεις. Οι τράπεζες έχουν σοβαρότατο πρόβλημα ρευστότητας, τα κοινοτικά προγράμματα έχουν παγώσει και η εσωτερική αποταμίευση βαίνει συνεχώς προς τα κάτω. Τα δε στοιχεία της γενικής κυβερνήσεως τα οποία έγιναν γνωστά πριν λίγες ημέρες, μόνον προβληματισμό δημιουργούν. Είναι πλέον ολοφάνερη η απίστευτη λαϊκιστική ανευθυνότητα, προϊόν της πιο απίθανης για τον 21ο αιώνα σε δημοκρατική χώρα προπαγάνδας των δυνάμεων του ζόφου και της παρακμής.
Έτσι, ενώ η χώρα είχε με το ζόρι εισέλθει σε φάση
εξυγιάνσεως, ισορροπίας και μικρής ανακάμψεως μέσα στο 2015, σήμερα βρίσκεται
στο χείλος της πλήρους καταρρεύσεως.
Το πρωτογενές πλεόνασμα ουσιαστικά εξανεμίστηκε, καθώς τον
Ιανουάριο περιορίστηκε στα 419 εκατομμύρια ευρώ, μειωμένο 77,67% ή κατά 1,458
δισεκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση με το πρωτογενές πλεόνασμα που είχε καταγραφεί
τον Ιανουάριο του περασμένου έτους (1,877 δισεκατομμύρια ευρώ).
Επιμέρους, ο κρατικός προϋπολογισμός – ο προϋπολογισμός της
κεντρικής διοικήσεως – εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα 242 εκατομμυρίων ευρώ
(έναντι 757 εκατομμυρίων ευρώ τον Ιανουάριο 2014), ενώ οι φορείς της κεντρικής
κυβερνήσεως που βρίσκονται εκτός κρατικού προϋπολογισμού παρουσίασαν πρωτογενές
πλεόνασμα 84 εκατομμυρίων ευρώ (έναντι 388 εκατομμυρίων ευρώ τον Ιανουάριο
2014). Από τα στοιχεία της κεντρικής κυβερνήσεως προκύπτει ακόμα ότι:
- Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως εμφάνισαν πρωτογενές
πλεόνασμα συνολικού ύψους 197 εκατομμυρίων ευρώ (έναντι 209 εκατομμύριων ευρώ
τον Ιανουάριο 2014).
- Τα ασφαλιστικά ταμεία (οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως)
παρουσίασαν πρωτογενές έλλειμμα 83 εκατομμυρίων ευρώ (έναντι πρωτογενούς
πλεονάσματος 539 εκατομμυρίων ευρώ).
- Το δημόσιο χρέος παρέμεινε στα τέλη Ιανουαρίου 2015 σχεδόν
στο ίδιο επίπεδο με αυτό στο οποίο είχε διαμορφωθεί στο τέλος Δεκεμβρίου 2014
(324,125 δισεκατομμύρια ευρώ, από 324,128 δισεκατομμύρια ευρώ).
- Οι εγγυήσεις του Δημοσίου αυξήθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω
των τραπεζών. Από 60,1 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2014, σε 73,67
δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος Ιανουαρίου 2015 (+13,57 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ
των οποίων τα 7,73 δισεκατομμύρια ήταν εγγυήσεις προς τις τράπεζες και τα 5,84
δισεκατομμύρια εγγυήσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του Μηχανισμού Έκτακτης
Ενισχύσεως Ρευστότητας – ELA).
- Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό
τομέα τον πρώτο μήνα του έτους αυξήθηκαν κατά 100 εκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση
με έναν μήνα νωρίτερα και έφθασαν τα 3,106 δισεκατομμύρια ευρώ.
Είναι σαφές ότι, την στιγμή που η παρούσα κυβέρνηση
εξυπηρετεί την εκλογική της πελατεία με υποσχέσεις για προσλήψεις στο Δημόσιο,
αυξήσεις αμοιβών στις ΔΕΚΟ και περαιτέρω κρατικοποίηση της οικονομίας, η
ανεργία τους μήνες που έρχονται θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Ακόμα χειρότερα, στο πλαίσιο της «επιθετικής επαιτείας» που
ακολουθεί η κυβέρνηση, δεν αποκλείεται καθόλου να δεχθεί πολύ σοβαρά πλήγματα
και ο ελληνικός τουρισμός – μοναδική πηγή εσόδων για την χώρα, στην
παρούσα φάση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της
παραγωγικής καταρρεύσεως, αφ’ ενός, και της πιθανότητας να υπάρξει ο εφιάλτης
του εσωτερικού δανεισμού, αφ’ ετέρου.
Κάποιοι δε γελωτοποιοί που πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία
θα μπορέσει να ανακάμψει επειδή θα έχει δικό της νόμισμα, ας ανοίξουν τα μάτια
τους για να διαπιστώσουν ότι η παραγωγική δυνατότητα της χώρας με το ζόρι
σήμερα αντιπροσωπεύει το 11% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της. Και το ποσοστό
αυτό – όπως έγραψαν σε άρθρα τους οι οικονομολόγοι Ρικάρντο Χάουσμαν, καθηγητής
στο Χάρβαρντ και διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Ανάπτυξης, Χρήστος Δ. Ιωάννου,
αναπληρωτής Συνήγορος του Πολίτη, και Πασκάλ Σαλέν, καθηγητής στο Παρίσι –
υποδηλώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα λιτότητος αλλά οξύτατης
παραγωγικής καταρρεύσεως. Κατά συνέπεια, κάθε προσπάθεια τονώσεως της
καταναλώσεως θα καταλήξει εκ νέου σε αθρόες εισαγωγές και άρα σε νέα δανειακή
φούσκα –για την οποία, όμως, σήμερα δεν υπάρχουν δανειστές.
Δεν υπάρχουν, όμως, και επενδυτές, που θα μπορούσαν να
στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή ώστε να αποκτήσει εξωστρέφεια, δυναμισμό και
ποιότητα – στοιχεία που αποτελούν εγγύηση για είσοδο και παραμονή στις αγορές.
Σύμφωνα με τον Άτλαντα Οικονομικής Πολυπλοκότητος*, που κυκλοφόρησε το 2008 από
το Κέντρο Διεθνούς Αναπτύξεως, το χάσμα στην Ελλάδα μεταξύ του εισοδήματος και
του αποκαλούμενου γνωστικού περιεχομένου των εξαγωγών είναι το μεγαλύτερο, σε
δείγμα μεταξύ 128 χωρών. Από μόνη της η διαπίστωση αυτή, που προκύπτει από
πραγματικά στοιχεία και όχι από φαντασιοπληξίες δημαγωγών ακόμα και με Νόμπελ
Οικονομίας, δείχνει ότι η ελληνική παραγωγή είναι εντελώς περιθωριακή και,
χωρίς γενναίες επενδύσεις, ποτέ δεν πρόκειται να σταθεί στο ύψος της
παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Όπως έγραψε σε άρθρο του ο καθηγητής Ρικάρντο Χάουσμαν, που
υπήρξε και υπουργός Αναπτύξεως στην Βενεζουέλα, «το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα
παράγει πολύ λίγο από αυτό που ο κόσμος θέλει να καταναλώσει. Οι εξαγωγές
προϊόντων της αποτελούνται κυρίως από φρούτα, ελαιόλαδο, ακατέργαστο βαμβάκι,
καπνό και ορισμένα προϊόντα διύλισης πετρελαίου.
Η Γερμανία, η οποία πολλοί υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να
δαπανήσει περισσότερα, εισάγει μόλις το 0,2% των προϊόντων της από την Ελλάδα.
Ο τουρισμός είναι μία ώριμη βιομηχανία με αρκετούς ανταγωνιστές στην περιοχή. Η
χώρα δεν παράγει μηχανές, ηλεκτρονικά ή χημικές ουσίες. Για κάθε 10
δολάρια του παγκόσμιου εμπορίου στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών, η
Ελλάδα αντιπροσωπεύει 0,01 δολάρια». Δηλαδή, τίποτα.
Αυτό συμβαίνει, υποστηρίζει ο καθηγητής Ρ. Χάουσμαν, διότι η
χώρα είχε μία παραγωγική δομή ασήμαντη με την κατανάλωσή της. Έτσι, ο πλούτος
της ήταν εικονικός και προϊόν τεραστίων δανείων, τα οποία ποτέ δεν
χρησιμοποιήθηκαν για την αναβάθμιση της παραγωγής. Μοιραία, λοιπόν, υποστηρίζει
από την πλευρά του ο κ. Χρήστος Δ. Ιωάννου, το τέλος του δανεισμού σταμάτησε
και την εικονική ανάπτυξη. Συνεπώς, υποστηρίζουν αμφότεροι οι οικονομολόγοι, το
πρόβλημα της χώρας δεν είναι η λιτότητα, αλλά η αδυναμία της να καταναλώνει με
δανεικά εμφανίζοντας πλασματική ανάπτυξη. Αντί, λοιπόν, η Ελλάδα να βρίζει τούς
εταίρους-δανειστές της, «καλά θα κάνει να δει πως θα προσελκύσει επενδύσεις,
ώστε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της», λέει ο καθηγητής Ρ. Χάουσμαν.
Άντε, τώρα, αυτά τα απλά πράγματα να τα πεις στους ανθρώπους
του εθνικολαϊκισμού και να περιμένεις να καταλάβουν…
free will
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου