Μια από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης
ήταν και ο νόμος 4321/2015 με τον βαρύγδουπο πλην παραπλανητικό τίτλο
«Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας». Πολλές αντιδράσεις σημειώθηκαν
και η κριτική εστιάστηκε κυρίως στη διάταξη του άρθρου 21 του νόμου που κατά τη
γνώμη έγκριτων νομικών, φοροτεχνικών, συνδέσμων επιχειρήσεων, αρκετών φορέων
της αγοράς, ου μην αλλά και της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, παραβιάζει
το Σύνταγμα, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και επιδεινώνει από απόψεως ταμειακής
ρευστότητας την ήδη δυσχερή θέση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων.
Περί τίνος πρόκειται: Με τη διάταξη του άρθρου 21 του νέου
νόμου τροποποιήθηκε η ούτως ή άλλως προβληματική για τις επιχειρήσεις διάταξη
του Κ.Φ.Ε. για τις μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες. Πιο συγκεκριμένα η
παρ. ιγ΄ του άρθρου 23 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζει μεταξύ άλλων
ότι στις εισαγωγές αγαθών και στην παροχή υπηρεσιών από χώρες μη συνεργάσιμες
στον φορολογικό τομέα και χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (δηλαδή χώρες
με μηδενική φορολογία ή φορολογία επί των κερδών ή των εισοδημάτων ίση ή
κατώτερη του 50% του ελληνικού συντελεστή φορολογίας των νομικών προσώπων) θα
καταβάλλεται παρακρατούμενος φόρος που αντιστοιχεί στον φορολογικό συντελεστή
φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων επί του συνόλου της δαπάνης (σήμερα ο
φορολογικός συντελεστής για τα νομικά πρόσωπα είναι 26%). Οι
φορολογούμενοι-εισαγωγείς θα έχουν ένα τρίμηνο μετά την πραγματοποίηση της
συναλλαγής για να αποδείξουν ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε
τρέχουσες τιμές. Διαφορετικά, οι δαπάνες αγοράς των αγαθών δεν θα λογίζονται ως
έξοδα που εκπίπτουν κατά τον προσδιορισμό της φορολογίας εισοδήματος.
Ο σκοπός του νομοθέτη είναι η με την παραπάνω διάταξη
καταπολέμηση των τριγωνικών συναλλαγών και της φοροδιαφυγής. Βεβαίως η πρόβλεψη
αυτή υπήρχε και στην προϊσχύσασα μορφή της περίπτωσης ιγ΄ του άρθρου 23 του
Κ.Φ.Ε, όταν επρόκειτο για δαπάνες που καταβάλλονταν προς φυσικό ή νομικό
πρόσωπο ή νομική οντότητα που είτε ήταν φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη
συνεργάσιμο είτε υπέκειτο σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Οι κρίσιμες και
ουσιαστικές αλλαγές με την επίμαχη διάταξη είναι οι εξής:
α) με τη νέα ρύθμιση κάθε επιχείρηση θα πρέπει να καταβάλει
παρακρατούμενο φόρο επί του συνόλου της δαπάνης ύψους 26%, και
β) εφόσον εντός τριμήνου από τη συναλλαγή αποδείξει ότι
πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς θα επιστρέφεται
στην επιχείρηση αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος.
Η νέα ρύθμιση είναι άκρως προβληματική, τόσο από οικονομική
όσο και από νομική άποψη, για τους εξής λόγους:
– Παραβιάζεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της
φορολογικής ισότητας. Το Σύνταγμα επιτάσσει τη φορολόγηση με βάση τη φοροδοτική
ικανότητα και από το Σύνταγμα επιβάλλεται με αυστηρότητα η όμοια φορολογική
αντιμετώπιση των φορολογουμένων που βρίσκονται αντικειμενικά στην ίδια
κατάσταση και η ανόμοια φορολογική αντιμετώπιση φορολογουμένων που βρίσκονται
σε διαφορετική. Κριτήριο συνεπώς του πόσο φόρο θα πληρώσει κάποιος δεν είναι η
χώρα προέλευσης των προϊόντων που αγοράζει ή των υπηρεσιών που λαμβάνει αλλά το
ύψος του καθαρού εισοδήματος. Στην προκειμένη περίπτωση ο έμπορος που εισάγει
για παράδειγμα ξυλεία από την Βουλγαρία βρίσκεται ανεπίτρεπτα σε δυσμενέστερη
θέση από τον έμπορο που εισάγει ξυλεία από τη Σουηδία ή προμηθεύεται ξύλα από
το εσωτερικό της χώρας.
– Οδηγεί σε ευθεία νόθευση του ανταγωνισμού. Ευνοούνται
εισαγωγικές εταιρείες και εταιρείες που προμηθεύονται τα προϊόντα τους από την
εγχώρια αγορά έναντι άλλων εισαγωγικών εταιρειών με μόνο κριτήριο τη χώρα
προέλευσης των ομοειδών προϊόντων που εμπορεύονται.
– Παραβιάζεται η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, η οποία απαγορεύει την επιβολή δασμών ή άλλων φορολογικών επιβαρύνσεων
ισοδυνάμου αποτελέσματος.
– Αντιστρέφεται το βάρος της απόδειξης και καλείται ο
φορολογούμενος να αποδείξει αρνητικό γεγονός. Η εικονικότητα μιας συναλλαγής θα
πρέπει να προκύψει από τον φορολογικό έλεγχο. Το βάρος της απόδειξης το φέρει η
φορολογική Αρχή, όχι ο φορολογούμενος, ο οποίος χωρίς καμιά ένδειξη ότι έχει
διαπράξει φοροδιαφυγή καλείται να καταβάλει παρακρατούμενο φόρο, ακόμη κι αν
είναι σε θέση να αποδείξει αμέσως ότι πρόκειται για νόμιμη συναλλαγή. Όμως η
αντιστροφή του βάρους αποδείξεως εις βάρος του φορολογουμένου απαγορεύεται
επίσης από το Σύνταγμα.
– Κατ’ ουσίαν πρόκειται για ένα καλά μελετημένο κυβερνητικό
κόλπο αφαίμαξης της αγοράς για να πληρωθούν οι υποχρεώσεις του υδροκέφαλου και
αδηφάγου πελατειακού κράτους που δεν επιθυμούν επ’ ουδενί να περιορίσουν. Με
την επίμαχη διάταξη και με φθηνό πρόσχημα την καταπολέμηση των τριγωνικών
συναλλαγών η κυβέρνηση επιδιώκει να προβεί σε άτυπο και, το χειρότερο, άτοκο
εσωτερικό δανεισμό εις βάρος των εισαγωγικών επιχειρήσεων. Επισημαίνουμε ότι η
άτοκη επιστροφή χρημάτων από το Δημόσιο ισοδυναμεί σύμφωνα με τη νομολογία του
ΕΔΑΔ και του ΣτΕ με επιβολή φόρου. Και τα ποσά που θα παρακρατηθούν δεν είναι
διόλου ευκαταφρόνητα. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία επιμελητηρίων της Βορείου
Ελλάδος, μόνο από τη Βουλγαρία οι εισαγωγές των ελληνικών επιχειρήσεων
υπερβαίνουν σε αξία τα 4 δισ. ευρώ ενώ οι εισαγωγές πετρελαιοειδών από την Σαουδική
Αραβία αγγίζουν το 1,3 δισ. ευρώ. Επίσης, όταν οι υποχρεώσεις του Δημοσίου προς
τον ιδιωτικό τομέα ξεπερνούν σήμερα τα 3,1 δισ. ευρώ και με δεδομένη την
έλλειψη ρευστότητος στα ταμεία του κράτους (αλλά και φερεγγυότητας αυτού),
είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι το Δημόσιο θα επιστρέψει στις επιχειρήσεις
εντός τριμήνου τους φόρους που θα παρακρατεί;
– Το μέτρο πλήττει καίρια την ήδη πελιδνή ρευστότητα της
αγοράς, θα οδηγήσει σε κλείσιμο ή οικονομικό μαρασμό χιλιάδες εισαγωγικές
επιχειρήσεις και θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την περαιτέρω ραγδαία αύξηση της
ανεργίας. Ταυτοχρόνως όμως θα πλήξει και τις ελληνικές εξαγωγές διότι μεγάλο
ποσοστό των εισαγόμενων πρώτων υλών μεταποιούνται και επανεξάγονται ως έτοιμα
ελληνικά προϊόντα. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν το
δυσβάστακτο κόστος και μπροστά στο φάσμα της χρεωκοπίας θα προτιμήσουν να
μεταφέρουν μέρος ή το όλον της δραστηριότητάς τους στις γειτονικές βαλκανικές
χώρες που διακρίνονται, αν μη τι άλλο, για το ευνοϊκό προς τις ξένες επενδύσεις
θεσμικό περιβάλλον τους (σταθερό θεσμικό πλαίσιο, χαμηλή φορολογία, επενδυτικά
κίνητρα κοκ.).
– Τέλος, δεν θα πρέπει κανείς να υποτιμά τις αντιδράσεις των
γειτονικών χωρών σε ένα μέτρο που κατ’ ουσίαν επιβάλλει δασμούς στα προϊόντα
τους. Ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσωφ προειδοποίησε ήδη την κυβέρνηση
για την επιβολή αντιμέτρων από μέρους της Βουλγαρίας.
Στην οικονομία ένα κυβερνητικό μέτρο, μια παρέμβαση, δεν έχει
ποτέ μια μόνο συνέπεια αλλά σχεδόν πάντοτε οδηγεί σε αλληλουχία συνεπειών. Στην
προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ να σκεφθώ με ποιο τρόπο ένα τόσο καταστροφικό
μέτρο θα «επανεκκινήσει την οικονομία». Μάλλον πρόκειται για ευφημισμόν.
Freewill
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου