Αν η ελληνική οικονομία τελεί υπό συνθήκες ασφυξίας, αυτό δεν
οφείλεται σε εμάς. Στην ουσία, η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά έπαυσε από τον
περασμένο Απρίλιο να εφαρμόζει τα προβλεπόμενα από το μνημόνιο, υπό το πρόσχημα
ότι ήθελε να διατηρήσει την δύναμή της ενόψει ευρωεκλογών. Στην συνέχεια
επέλεξε εκ νέου τον δρόμο της μη εφαρμογής του μνημονίου, καθυστερώντας τις
αξιολογήσεις και τελικά προκήρυξε εκλογές πιστεύοντας ότι μπορεί να περιορίσει
την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία.
Σήμερα η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική, γιατί η νέα
κυβέρνηση στην ουσία θέλει να καταβάλουμε αυτά τα ποσά που προβλέπονται στο
μνημόνιο χωρίς το τελευταίο να εφαρμόζεται! Ακόμα, επιθυμεί να αναγγείλει την
κατάργηση των δανειακών συμβάσεων έχοντας όμως εισπράξει περί τα 16 δισεκατ.
ευρώ. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα θα πρέπει να
επιλέξει όσο γίνεται πιο γρήγορα: ή μέσα στην ευρωζώνη με την βοήθεια και την
αλληλεγγύη των εταίρων της, ή εκτός αυτής με τις δικές της δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, οι “θεσμοί”, αφού έτσι θέλει να μάς
αποκαλεί ο κ. Τσίπρας, είναι από καιρό τώρα προετοιμασμένοι και για τα δύο
ενδεχόμενα. Και όσο νερό μπορούσαν να βάλουν στο κρασί τους το έβαλαν. Περιττόν
δε να τονίσω ότι οι “θεσμοί” έχουν βαρεθεί και κουραστεί να ασχολούνται με μία
χώρα που δεν θέλει να μεταρρυθμιστεί. Δικαίωμά της είναι. Ας μάς αφήσει όμως
ήσυχους.
Όσο για τα λεγόμενα περί του γεωστρατηγικού βάρους της
Ελλάδας για την Δύση, αυτό είναι πολύ σχετικό. Στην παρούσα φάση, η χώρα σας
έχει ανάγκη από την δυτική αμυντική και οπλική βοήθεια και όχι το αντίθετο.
Επίσης, η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ υπήρξε πάντα προβληματική. Όταν έπρεπε
δε να αναλάβει εξισορροπητικό ρόλο στα Βαλκάνια, μετά την κατάρρευση του
κομμουνισμού, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Αν
λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση θέλει να αποχωρήσει από την Ατλαντική Συμμαχία και
να τα βρει με την Ρωσία, ας το κάνει. Θα είναι μία πολύ χρήσιμη εμπειρία
–χρησιμότερη δε όταν ο λαός θα κληθεί να πληρώσει και το σχετικό κόστος….
Κορυφαίος Ευρωπαίος διπλωμάτης και σύμβουλος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, ο άνθρωπος που μάς ανέφερε τα παραπάνω είναι Ισπανός και κάποτε είχε
πάει πολύ ψηλά στην ιεραρχία της χώρας του. Μεταφέρει δε μία εικόνα που είναι
πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Η Ευρώπη έχει βαρεθεί κα κουραστεί με την Ελλάδα –και η
παράμετρος αυτή θα παίξει εφεξής ισχυρό ρόλο στα μέλλοντα να συμβούν.
Ως φαίνεται, όμως, η ελληνική κυβέρνηση απέχει αισθητά από
παρόμοιους προβληματισμούς. Κύριο μέλημά της είναι να κερδίζει χρόνο στις
διαπραγματεύσεις της με τους εταίρους-δανειστές, ώστε να διατηρεί τα λαϊκά της
ερείσματα στο εσωτερικό. Η τακτική αυτή, όμως, γίνεται εις βάρος της
πραγματικής οικονομίας και της ανεργίας, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα που
κυριαρχεί να έχει πλέον ιδιαιτέρως υψηλό κόστος.
Όπως μάς είπε ο κ. Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του
Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αν και μη επιθυμητή, η
έξοδος από την ευρωζώνη δεν είναι ένα εξωπραγματικό σενάριο. Σε κάθε περίπτωση,
όμως, μία υποθετική έξοδος θα είχε ορισμένα χαρακτηριστικά:
Πρώτον, η ίδια η ΕΕ δεν θα προχωρούσε ποτέ σε αυτό το βήμα
χωρίς να είναι σαφές ότι το σύνολο της ευθύνης θα μπορεί να αποδοθεί,
πανηγυρικά μάλιστα, στην ελληνική πλευρά, ως απόφασή της ή κα ως αντικειμενική
αδυναμία. Μόνον έτσι θα μπορεί να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης μέσω των
αγορών σε άλλους αδύναμους κρίκους. Δυστυχώς, ορισμένες από τις κινήσεις στην
ευρωπαϊκή σκακιέρα έχουν ήδη μια τέτοια χροιά προετοιμασίας μελλοντικού
καταλογισμού πιθανών ευθυνών. Δεύτερον, μία υποθετική ελληνική έξοδο θα
ακολουθούσε πολιτική εμβάθυνσης της οικονομικής ένωσης ανάμεσα στα υπόλοιπα
μέλη, με επενδυτική υποστήριξη των πιο αδύναμων. Τρίτον, παρά την όποια αρχική
διευθέτηση, η αντιμετώπιση που θα είχε το κράτος που αποχώρησε από τα υπόλοιπα
δεν θα ήταν ευνοϊκή, δεν θα υπήρχε ένα βελούδινο διαζύγιο. Τέλος, οι διεθνείς
αγορές θα ερμήνευαν μια τέτοια εξέλιξη ως αδυναμία για κάθε ουσιαστική
μεταρρυθμιστική πρόοδο και μελλοντική αύξηση της ανταγωνιστικότητας και με την
στάση τους θα επιβεβαίωναν αυτήν ακριβώς την προσδοκία.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της σημερινής κυβέρνησης, όπως
και των προηγούμενων, να κρατηθεί η χώρα εντός του κοινού νομίσματος αποτελεί
την αυτονόητη επιλογή.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με την κυβέρνηση είναι ότι παραμερίζει
τα αυτονόητα προς όφελος μιας στείρας επικοινωνιακής τακτικής, η οποία όμως θα
έχει μία πρώτη ημερομηνία λήξεως στο τέλος Απριλίου και μία δεύτερη στο τέλος
Ιουνίου. Στο μέτρο λοιπόν που στην Ευρώπη πληθαίνουν αυτοί που δεν βλέπουν πια
ως απαγορευτικό το κόστος εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, η κατάσταση
γίνεται όλο και πιο ζοφερή.
Πολύ περισσότερο δε στον βαθμό που στην Ευρωπαϊκή Ένωση
κερδίζει έδαφος η άποψη ότι ένας περιορισμός της ελληνικής οικονομίας εντός της
Ένωσης, με περιορισμένη ρευστότητα και κίνηση κεφαλαίων για ένα χρονικό
διάστημα, ίσως να ήταν μία ενδιάμεση λύση. Μία λύση, όμως, που θα προκαλούσε
ανυπολόγιστες ζημιές, με μηδενισμό των επενδύσεων και πτώση του εισοδήματος σε
ποσοστά πολύ υψηλότερα του 25% της τελευταίας 5ετίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το δύσκολο δίλημμα για τον κ. Τσίπρα
είναι αυτό των συμμάχων που θα βρει στο εσωτερικό για να πάρει τις αποφάσεις
που πρέπει –αν, βέβαια, επιθυμεί κάτι τέτοιο. Διότι η μέχρι τώρα τακτική του
είναι επαμφοτερίζουσα και κυριολεκτικά ασαφής στα περισσότερα σημεία της.
Ασαφή προβλέπουμε ότι θα είναι και όλα όσα θα ανακοινωθούν
από τον Έλληνα πρωθυπουργό μετά την συνάντησή του με τον κ. Βλαδίμηρο Πούτιν
στην Μόσχα. Εκτός και αν ο Ρώσος πρόεδρος, για λόγους επικοινωνιακούς και
μόνον, υποσχεθεί στον κ. Τσίπρα πράγματα που βεβαίως δεν θα θελήσει να τηρήσει
στην συνέχεια.
Όσον αφορά δε στην περίφημη διαπραγμάτευση, προ του τέλους
Απριλίου δεν πρέπει να αναμένεται καμμία ουσιαστική συμφωνία. Συνεπώς, η
αβεβαιότητα θα παρατείνεται, χωρίς φυσικά κανείς να επωφελείται μια και
αντιπολίτευση στην Ελλάδα δεν υπάρχει.
Πηγή: new-deal.gr
Πηγή: new-deal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου