Τριν από
λίγες ημέρες, ο
εκδότης μιας εφημερίδας που έπεσε θύμα εμπρησμού, της «Athens Voice», έγραψε
ένα σπάνιας ωριμότητας κείμενο. Ήταν μια καταδίκη της μισαλλοδοξίας και του
φανατισμού μέσα από μια βαθιά ανθρώπινη σκοπιά. Σε κάποιο σημείο του άρθρου
αναφερόταν σε έναν τραγουδιστή ο οποίος βρίζει την εφημερίδα και μάλιστα μετά
την επίθεση αρνήθηκε να καταδικάσει τον εμπρησμό. «Ακόμα και τώρα δεν μου πάει
να γράψω το όνομά του», σημείωσε ο εκδότης της «Athens Voice», «γιατί θέλω να
τον προστατέψω. Οι άνθρωποι λένε βλακείες, τυφλώνονται, κάνουν άσχημα πράγματα,
μετανιώνουν, έχουν τύψεις».
Στην Ελλάδα που ψάχνουμε την παραμικρή αφορμή για να διαπομπεύσουμε
όποιον έτυχε να πιαστεί στα δίχτυα της δημοσιότητας, είχε το θάρρος και το
περίσσευμα ψυχής να προστατέψει έναν υβριστή του από τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν είναι καθόλου εύκολο. Κι είναι κάτι που θα πρέπει να έχει απασχολήσει
τουλάχιστον εκείνους που έχουν γίνει αποδέκτες του τυφλού φανατισμού και του
φαρισαϊσμού που έχουν επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία.
Απαντάς με τα ίδια όπλα ή τελικά γίνεσαι το ίδιο με αυτό που
καταγγέλλεις; Γράφεις για τον διαπρύσιο αριστερό κατήγορο της διαπλοκής που
έχει γίνει ο πιο κραυγαλέος αποδέκτης των προνομίων της; Για την πρώην
συνάδελφό του που φιλούσε στα χέρια αυτούς που το κόμμα της κατηγορούσε; Για
την τελευταία μεταγραφή τού κατά δήλωση άμωμου πολιτικού χώρου που μαζί με τη
μεταγραφή πήρε προίκα και την απόσπαση από τον χώρο της εκπαίδευσης – για να
κατηγορεί κατά τα άλλα τους παλιούς πολιτικούς και τα ρουσφέτια που οδηγούν
στις ελλείψεις στα σχολεία;
Για τον επαναστάτη ευρωβουλευτή που έγινε εκατομμυριούχος αξιοποιώντας όλες τις
πηγές χρήματος που για άλλους σκοπούς τού έδιναν; Για τον πολιτικό που έφερε τα
λεφτά του με τις ευεργετικές διατάξεις για τη νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος
και καταγγέλλει την οικονομική ολιγαρχία; Για τον πνευματικό ταγό που όταν έχασε
το ρουσφέτι και θίχτηκε οικονομικά άρχισε να καταγγέλλει τους πρώην ευεργέτες
του; Για όλες εκείνες τελικά τις πλευρές της δημόσιας ζωής που μπορεί να είναι
νόμιμες, ενδεχομένως να μην είναι ηθικές, σίγουρα ωστόσο είναι υποκριτικές.
Η απάντηση είναι μοιραία αρνητική. Για λόγους προσωπικής αξιοπρέπειας σε μεγάλο
βαθμό. Και γιατί πιστεύεις ότι τελικά τίποτα θετικό δεν πρόκειται να βγει. Θα
προστεθεί απλώς άλλη μια σελίδα στη συλλογική υποβάθμιση του δημόσιου βίου.
Έτσι κι αλλιώς, με τη διάχυση των «social media», έχουμε γίνει
μάρτυρες ενός μοναδικού φαινομένου. Καθ” όλα αξιοπρεπείς συμπολίτες μας,
οικογενειάρχες, επαγγελματίες, ακόμα και εκπαιδευτικοί, να «σχολιάζουν» την
επικαιρότητα βρίζοντας χυδαία, χωρίς την παραμικρή αιδώ, ούτε καν απέναντι στα
παιδιά τους. Σαν με κάποιο μαγικό τρόπο να υιοθετούμε ψεύτικες, εικονικές
ταυτότητες. Οι κοινωνικές συμβάσεις που αποτελούν προϋπόθεση κάθε πολιτισμένης
-και πολιτικής- συνύπαρξης καταργούνται με μοναδική ευκολία στον κόσμο του
Ιντερνετ. Κι αν το μέσο είναι το μήνυμα, τότε με τη βοήθεια ή το πρόσχημα της
κρίσης, το μήνυμα από το μέσο της εποχής μας, μαζί με πολλά θετικά, κουβαλά και
πολλά αρνητικά, ιδιαίτερα ανησυχητικά, στοιχεία.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Σε ποια άλλη χώρα ωστόσο υπάρχει μια τόσο
σχιζοφρενική διάκριση ανάμεσα σε έναν δημόσιο λόγο που διεξάγεται σχεδόν
αποκλειστικά με ηθικές κατηγορίες και σε δημόσιες πρακτικές που υπαγορεύονται
από τα πιο στενά συντεχνιακά ή και προσωπικά συμφέροντα; Το Ιντερνετ λειτουργεί
σαν μεγεθυντικός φακός ενός ανελέητου παιχνιδιού. Όπου τα πολιτικά καταλήγουν
σε μια ατέρμονη συνωμοσιολογία κι ένα διαρκές προσωπικό λιντσάρισμα, άλλοτε
αυθόρμητο και άλλοτε μεθοδευμένο.
Με αυτή την έννοια, μοιάζει πολλαπλά άτοπο να μπαίνει κανείς σε
τέτοιες αντιπαραθέσεις. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, με αυτόν τον τρόπο οι πιο
αδίστακτοι κατακτούν την ασυλία. Κι η υποκρισία, κυρίως αυτή, αν δεν
δικαιώνεται πάντως επιβιώνει αλώβητη.
Παντελής Καψής
Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου