Ο
αναγνώστης του τίτλου του παρόντος άρθρου ίσως απορήσει για το νόημα της
φράσης, αφού αντιβαίνει με αυτό που όλοι συνηθίσαμε να ακούμε να
διατυμπανίζεται μονίμως, ως κάτι διαχρονικά και αναμφισβήτητα σωστό, από όλους
τους πολιτικούς μας εδώ και δεκαετίες. Πριν παρεξηγηθώ λοιπόν οφείλω να
διευκρινίσω δύο πράγματα. Πρώτον: επ΄ ουδενί λόγω υπονοώ ότι υπάρχει άλλο
πολιτικό σύστημα προτιμότερο της δημοκρατίας και δεύτερον, συμφωνώ και εγώ με
την μη ύπαρξη αδιεξόδων στη δημοκρατία, αλλά μόνον, όπως λέμε στα Μαθηματικά,
όταν ισχύουν κάποιες ικανές και αναγκαίες συνθήκες.
Η
βασικότερη από τις συνθήκες αυτές, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι επιθυμούντες
να απολαμβάνουν ενός τέτοιου προνομιακού πολιτεύματος πρέπει να έχουν πρώτα
κατανοήσει ένα πολύ σημαντικό πράγμα: Όταν διακρίνουν ότι για ένα πολύπλοκο
πρόβλημα που αντιμετωπίζουν υπάρχει μια δύσκολη και μια εύκολη λύση πρέπει να
έχουν τη δύναμη και το κουράγιο να επιλέγουν τη δύσκολη. Ο λόγος είναι ότι,
απλούστατα, η εύκολη οδός δεν οδηγεί σε αποτελεσματική και μόνιμη επίλυση,
αλλιώς το πρόβλημα δεν θα ήταν πολύπλοκο!
Δυστυχώς,
στην Ελλάδα, πολλοί από εμάς έχουμε μάθει να αναζητούμε για τη λύση κάθε
προβλήματος την εύκολη οδό. Κατ’ επέκταση, αν ανήκουμε σε μια κοινωνική ομάδα
που νιώθει ότι βάλλεται από κάποιες άλλες ομάδες και αδικείται, επιλέγουμε
αμέσως την άποψη ότι «εμείς δεν φταίμε σε τίποτε», ότι «απειλούνται τα
δικαιώματα και τα συμφέροντά μας». Πολύ σπάνια ακούς συμπολίτες ή συναδέλφους
μας να παραδέχονται ότι έφταιξαν σε κάτι, να μιλούν για τα καθήκοντά τους ή να
υπερασπίζονται τα συμφέροντα των άλλων.
Αυτή
ακριβώς η εγωκεντρική στάση πολλών από εμάς, και η απροθυμία μας να επιλέγουμε
τη δύσκολη οδό της συνεννόησης και του συμβιβασμού αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων
έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια τη δημοκρατία μας σε πλήρες αδιέξοδο! Και
πουθενά ίσως δεν είναι τόσο ορατό το αδιέξοδο αυτό, όσο στα προβλήματα που
υπάρχουν σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Με
το άρθρο μου αυτό θα ήθελα, ορμώμενος από την 30ετή πορεία μου ως Καθηγητής σε
Ελληνικά Πανεπιστήμια, να επισημάνω ορισμένες παρατηρήσεις μου σχετικά με την
Ανώτατη Παιδεία στην Ελλάδα, απευθυνόμενος σε όσους επιθυμούν να δουν την
αλήθεια αντικειμενικά και όχι υπό το πρίσμα μιας συντεχνιακής ιδεολογίας. Και
για να μην υποπέσω και εγώ στο σφάλμα να αναζητώ μόνο ευθύνες άλλων, ας
ξεκινήσω από την «συντεχνία» μου των μελών διδακτικού και ερευνητικού
προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ελληνικών Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι
αλήθεια ότι πολλοί από εμάς, όταν αναλάβαμε τα καθήκοντά μας (μέσα στις
δεκαετίες του ‘80 και ‘90), είτε έχοντας εκπαιδευθεί στην Ελλάδα είτε
προερχόμενοι από Α.Ε.Ι. του εξωτερικού, ξεκινήσαμε με όρεξη το διδακτικό και
ερευνητικό μας έργο προσπαθώντας να ανταποκριθούμε στα επιστημονικά μας
καθήκοντα όσο καλύτερα μπορούσαμε. Προϊόντος του χρόνου όμως, όταν διαπιστώσαμε
ότι η προαγωγή μας στις ανώτερες βαθμίδες δεν εξαρτάτο από το πόσο καλά
εκτελούσαμε τα καθήκοντά μας, αλλά από το πόσοι συνάδελφοι στην «συντεχνία»
ήταν πρόθυμοι να μας ψηφίσουν, παραμελήσαμε τα καθήκοντα αυτά και στραφήκαμε
προς άλλες πιο.. προσοδοφόρες ασχολίες.
Πρώτα
από όλα ξεχάσαμε το «Ε.» στο τίτλο μας που αφορά στο ερευνητικό μας έργο: αν
εξακολουθούμε δηλαδή να γράφουμε επιστημονικές εργασίες, αν πηγαίνουμε σε
συνέδρια να αναφέρουμε τα αποτελέσματά μας, αν κάνουμε σεμινάρια, αν
καθοδηγούμε μεταπτυχιακούς φοιτητές κλπ. Αρκεί να ανοίξει κανείς τις προσωπικές
ιστοσελίδες πολλών μελών Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (και Α.Τ.Ε.Ι.) της χώρας μας για να
δει την πλήρη έλλειψη παρόμοιων ενασχολήσεων. Η έρευνα βλέπεις είναι δύσκολο
πράγμα και άλλωστε δεν αποφέρει και καμία άμεση αύξηση στο μισθό σου. Μπορεί
βέβαια να χρειαστεί να γράψεις κάποια ερευνητική πρόταση, αλλά και αυτή είναι
μεγάλος μπελάς να βρίσκεις συνεργάτες να συντάσσεις ατελείωτα κείμενα και να
μην είσαι και σίγουρος ότι θα χρηματοδοτηθεί!
Αρκετοί
από εμάς αρχίσαμε να παραμελούμε και το «Δ.» στον τίτλο μας. Ας αναρωτηθούμε
όλοι μας: Πότε ήταν η τελευταία φορά που γράψαμε ένα διδακτικό βιβλίο, που
ανανεώσαμε τις σημειώσεις μας, που λάβαμε υπόψη στις διαλέξεις μας τις
σύγχρονες εξελίξεις; Μα γιατί να το κάνουμε, αφού είναι δύσκολο; Άλλωστε και
πάλι δεν θα είχαμε κάποια βελτίωση στη μισθοδοσία μας, ούτε θα επηρεαζόταν η
προαγωγή μας. Γιατί να μην κάνουμε το εύκολο που είναι να δεχόμαστε όποια
απαίτηση υπήρχε από φοιτητικές ομάδες που επίσης ήθελαν την ευκολία τους (βλ.
σύνθημα «Όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών»), παρέχοντάς τους περισσότερες
εξεταστικές περιόδους, ευνοϊκότερες διατάξεις ως προς το πότε να περνούν
επιτυχώς τα υποχρεωτικά μαθήματα, επιτρέποντάς τους να παραμένουν φοιτητές μετά
από τόσο πολλά χρόνια, που τελικά ονομάστηκαν «αιώνιοι».
Εμείς
τα μέλη Δ.Ε.Π. είμαστε που υιοθετήσαμε ως θέσφατα και ιερές αρχές ότι «οι
φοιτητές έχουν δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις», «τα φοιτητικά αιτήματα είναι
πάντα δίκαια», «το πανεπιστημιακό άσυλο μπορεί να παραβιάζεται μόνο από
φοιτητές», και άλλα κωμικοτραγικά που τώρα προσπαθούμε εναγωνίως να
περιορίσουμε. Γιατί λοιπόν και οι φοιτητές να μην υιοθετήσουν τον εύκολο δρόμο
που εμείς οι εκπαιδευτικοί (με την ανοχή και των γονιών τους) τους υποδείξαμε;
Γιατί να πιεστούν να κάνουν την ζωή τους δύσκολη από την αρχή των σπουδών τους
και να μην χαλαρώσουν για 2 -3 χρόνια ας πούμε ασχολούμενοι με πολύ πιο εύκολα
πράγματα;
Και
έρχομαι τώρα στις ευθύνες των φοιτητών: Το μεγάλο ατόπημα που διέπραξαν όσοι
ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο ήταν απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Αντί να
κοιτάξουν πώς να συνδυάσουν την ψυχαγωγία και τις πολιτικές τους δραστηριότητες
με την πρόοδο στις σπουδές τους, την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή ενός
μουσικού οργάνου, δραστηριότητες κοινωνικής ωφέλειας ή επιτυχίες σε αθλητικές
επιδόσεις, επέλεξαν την εύκολη οδό της απουσίας από το Πανεπιστήμιο, ή μιας
παρουσίας που εξαντλείτο στο αναμάσημα χιλιοειπωμένων πολιτικών μηνυμάτων και
το γράψιμο κειμένων και συνθημάτων άλλων εποχών που δίνουν την ψευδαίσθηση ενός
«επαναστατικού αγώνα» απέναντι σε ένα «διεφθαρμένο κατεστημένο».
Στην
ουσία, αυτό που θέλουν να πουν οι φοιτητές αυτοί είναι: «διαμαρτυρόμαστε μεν
αλλά προς θεού δεν θέλουμε καμιά αλλαγή στην παρούσα άθλια και υποβαθμισμένη
δημόσια εκπαίδευση». Αυτοαναιρούνται λοιπόν εξαρχής αφού η έννοια του νέου
ανθρώπου είναι να επιθυμεί την αλλαγή, να κάνει προτάσεις, να είναι
δημιουργικός, να θέλει να καλλιεργήσει τη γνώση του και την αισθητική του, να
μάθει κάτι βαθιά και όχι απλώς παπαγαλίζοντας κάποιες έννοιες που δεν
καταλαβαίνει, για να επιτύχει το «5» που από την αρχή έχει θέσει ως στόχο του..
Μπορεί να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη απαξίωση, μεγαλύτερη κατάπτωση της
έννοιας της νεότητας από αυτή; Να λοιπόν που οφείλεται το πανηγυρικό αδιέξοδο
στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, αδυνατώντας να συνεννοηθούμε μεταξύ μας
διδάσκοντες και διδασκόμενοι στα Πανεπιστήμια.
Ασφαλώς
βέβαια υπάρχει και ένα μεγάλο ποσοστό των φοιτητών μας που δεν ανήκουν σε αυτή
τη κατηγορία. Είναι αυτοί που κάνουν τα δύσκολα και στο τέλος της ημέρας
ανταμείβονται κατακτώντας θέσεις εργασίας και ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά
τους ως δημιουργικά μέλη μιας σύγχρονης κοινωνίας που θέλει να προοδεύσει σε
όλους τους τομείς. Όμως εμένα ως εκπαιδευτικό δεν με ενδιαφέρει να συγκρίνω
ποσοστά «νέων δημιουργικών» έναντι «νέων αποπροσανατολισμένων» για να καταλάβω
που βαδίζει η χώρα μου.
Προσωπικά,
πληγώνομαι όταν βλέπω έστω και έναν νέο άνθρωπο να σπαταλά τα νιάτα του ακολουθώντας
δρόμους εύκολους και αναρωτιέμαι πώς να του μιλήσω, τι να του πω που δεν του
είπε κάποιος γονιός του ή κάποιος καλός φίλος του. Το μόνο που του συνιστώ
είναι να κοιτάξει ως άλλος Δον Κιχώτης τον εαυτό του στον καθρέφτη και να
αναρωτηθεί: Θέλω πράγματι να δω την ουσία της ζωής μου και να γίνω καλύτερος
ώστε να βοηθήσω τον εαυτό μου, να φανώ χρήσιμος στη χώρα μου και τελικά να γίνω
ένας ευτυχισμένος άνθρωπος; Αν ναι, τότε ας αφήσω τα εύκολα και ας προσπαθήσω
να κάνω κάτι δύσκολο. Ας εγκαταλείψω τους περιπάτους στις πεδιάδες και ας
προσπαθήσω να ανέβω και εγώ σε κάποια κορφή…
Συμπερασματικά,
πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας κάτι που σε άλλες
δημοκρατικές χώρες έχουν ήδη προ πολλού καταλάβει: Η δημοκρατία όντως δεν έχει
αδιέξοδα, αρκεί να είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε τα δύσκολα: Να ξεπεράσουμε
τον εγωκεντρισμό και την εσωστρέφειά μας, να συνεργασθούμε με όσους διαφωνούν
ώστε να βρούμε ρεαλιστικές και αμοιβαία αποδεκτές λύσεις και κυρίως να
φροντίζουμε συνεχώς να βελτιωνόμαστε ως άνθρωποι, να προοδεύουμε διευρύνοντας
τις γνώσεις και εμπειρίες μας, ώστε να δώσουμε επί τέλους το σωστό παράδειγμα
στη νέα γενιά που προσβλέπει σε μας για καθοδήγηση και συμβουλές καθώς
ετοιμάζεται να μας αντικαταστήσει.
* Ο Αναστάσιος Μπούντης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών και
Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου