Ο δημοφιλές κλισέ είναι κάπως
απλοϊκό: Η λύση για
τη δημιουργία ενός ισχυρού τρίτου πόλου στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ΝΔ και
ΣΥΡΙΖΑ είναι να ενωθούν κόμματα (ΠΑΣΟΚ/Ποτάμι) και κινήσεις (λχ “πολιτικός
χώρος” Λυκούδη), να μαζευτούν εκεί και όλα τα πρόσωπα που έχουν
αποστασιοποιηθεί, να δώσουν την ευχή τους ο Καμίνης και ο Μπουτάρης - ε, μετά
να βγει και μια διακήρυξη θέσεων.
Η πιο δημοφιλής εξήγηση για το γεγονός ότι αυτό δεν
συμβαίνει είναι ότι προσωπικές ατζέντες και εγωισμοί δεν επιτρέπουν την
ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση της Κεντροαριστεράς, γιατί πολύ απλά εμποδίζουν
το «όλοι μαζί», που θα απαντούσε σε μια ιστορική, κοινωνική ανάγκη.
Η συγκεκριμένη ανάλυση έχει κάποια κενά, ανάμεσά τους τα
εξής:
-Η ελληνική Κεντροαριστερά, όπως και η ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία, απέδειξε πολιτική αδυναμία για τη διαχείριση κρίσεων. Το
αφήγημά της αφορούσε, διαχρονικά, πολιτικές που μπορούν να αναπτυχθούν σε καιρούς
ευημερίας (πχ ενίσχυση του κοινωνικού κράτους) και δεν αναπροσαρμόστηκε
δημιουργικά και πειστικά όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες ανατροπές στην διεθνή και
ευρωπαϊκή οικονομία. Και αυτό ενώ υπάρχει τεράστιο διακύβευμα για τον
προοεδευτικό χώρο και είναι η αναδιανομή - πώς θα μοιραστούν δικαιότερα τα
βάρη, πώς θα υποστηριχθούν οι ασθενέστεροι, πώς θα πιεστεί η ελίτ να πληρώσει.
Ειδικά για τη χώρα μας, υπάρχουν περισσότερα διακυβεύματα - η ουσιαστική
σύγκλιση με το ευρωπαϊκό παράδειγμα και ο εκσυγχρονισμός/εξορθολογισμός του
κράτους. Αυτό το πολιτικό έλλειμμα είχε σοβαρές εκλογικές συνέπειες που
παραμένουν.
-Το ΠΑΣΟΚ, που κυριάρχησε στην
μεταπολίτευση,
συμπαρασύρει, καταρρέοντας, την έννοια της Κεντροαριστεράς με την οποία έχει
ταυτιστεί. Καταρρέει πληρώνοντας το επικίνδυνο πέρασμα από το “λεφτά υπάρχουν”
στα μνημόνια, την διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση Παπανδρέου, την
πραγματοποίηση της αναγκαίας αυτοκριτικής με όρους κανιβαλισμού, την έλλειψη
συνέπειας, την ποιότητα της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ στη συνέχεια (ακόμη και τον
Μπαλτάκο ως γραμματέα υπουργικού συμβουλίου δέχτηκε το ΠΑΣΟΚ), την
μεταρρυθμιστική υποχώρηση, τη διολίσθηση στον λαϊκισμό, την αμφιθυμία μεταξύ
πειθαρχίας στους κανόνες της ευρωζώνης και αντιμνημονίου.
-Όσο το ΠΑΣΟΚ επιβάλλεται ως πρωταγωνιστής των προσπαθειών ανασύνθεσης του
χώρου, τις ακυρώνει. Γιατί το ΠΑΣΟΚ ενώ έχει μικρύνει δεν έχει αλλάξει και αυτό
το κάνει απωθητικό για το δυνητικό κοινό της μεγάλης Κεντροαριστεράς. Για να
μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να συμμετάσχει δημιουργικά σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε
να είχε πετάξει τα παλιά του ρούχα και να είχαν ανανεωθεί τα κύτταρά του, αλλά
βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο. Εμφανίζουν ως Δημοκρατική Παράταξη το
ΠΑΣΟΚ που φυλλοροεί μαζί με κάποιες δύσκολα ανιχνεύσιμες κινήσεις. Ποιον κοροϊδεύουν;
-Ο παραδοσιακός δικομματισμός έχει
αποδυναμωθεί, αλλά
παραμένει κραταιός, με τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Εκεί έχει μαζευτεί πολύ
πράγμα από το επαγγελματικό, συνδικαλιστικό και αυτοδιοικητικό ΠΑΣΟΚ, οι
μηχανισμοί δηλαδή, ενώ μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης της Κεντροαριστεράς
ακολουθεί τον Αλέξη Τσίπρα ως αντίπαλο της Δεξιάς και ως μοντέρνα εκδοχή του
Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο, άλλωστε, τόσο απροκάλυπτα μιμείται.
-Η λογική των προσθέσεων, λχ Ποτάμι+Λυκούδης+Ραγκούσης,
μπορεί να έχει κάποιο νόημα όταν πρόκειται για πρόσωπα και δυνάμεις που
σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν παράγονται αθροίσματα
στην πολιτική με μαθηματικό τρόπο.
-Αυτό που οπωσδήποτε έχει νόημα είναι η παραγωγή μιας συγκροτημένης
και ολοκληρωμένης μεταρρυθμιστικής πρότασης για την άρση των ελληνικών
αδιεξόδων και των αιτιών που τα προκάλεσαν. Προέχει το σχέδιο για την
μεταμνημονιακή Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ με τα συγκεκριμένα προβλήματα
και τους συγκεκριμένους συσχετισμούς, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που
γίνεται όλο και πιο άγριο.
Η ελληνική Κεντροαριστερά, με βάση την επίσημη έκφρασή της, δεν
μπορεί και δε θέλει να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη. Το ΠΑΣΟΚ γίνεται ΣΥΡΙΖΑ
επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται ΠΑΣΟΚ και ο χώρος που μένει ελεύθερος είναι εκ των
πραγμάτων περιορισμένος, αν και υπαρκτός. Εκεί χωράει μια σοβαρή
μεταρρυθμιστική πρόταση, εφόσον βρεθεί άκρη σχετικά με τους ορισμούς. Οταν για
παράδειγμα, πρόκειται για τις διαρθρωτικές αλλαγές στο ασφαλιστικό, ποιο είναι
το ακριβές περιεχόμενό τους; Περιλαμβάνουν μειώσεις των υψηλότερων συντάξεων
και ποιες είναι αυτές; Καταργούνται οι συντάξεις στα 52 και στα 55; Με τις
διπλές και τις τριπλές τι θα γίνει; Βασική σύνταξη πόση και πότε; Το γεγονός
ότι μόνο γενικότητες ακούγονται για το ασφαλιστικό, ώστε κανείς να μην
καταλαβαίνει αν οι επερχόμενες αλλαγές τον αφορούν άμεσα και προσωπικά, είναι
πολύ ενδεικτικό της δυσκολίας όχι απλώς να γίνουν μεταρρυθμίσεις αλλά, έστω, να
συζητηθούν σοβαρά. Ωραία να είναι κανείς υπέρ της αξιολόγησης στο Δημόσιο, αλλά
αξιολόγηση χωρίς απόλυση ως τελική κύρωση στέκεται; Για το ελληνικό πολιτικό
σύστημα είναι η μόνη που στέκεται, τα υπόλοιπα είναι για τον ιδιωτικό τομέα
όπου ο ψηφοθηρικός πελατειασμός έχει μικρότερη επιρροή.
Μεταρρυθμιστές δεν είναι απλώς όσοι
μιλούν για μεταρρυθμίσεις
τις οποίες δεν περιγράφουν και για τις οποίες δεν συγκρούονται, αλλά εκείνοι
από τους πολιτικούς που έχουν κάνει κάποια μεταρρύθμιση ή έχουν στηρίξει πολύ
ενεργά μεταρρυθμίσεις αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος. Και από τους νέους
πολιτικούς όσοι αναγνωρίζουν και σέβονται τους μεταρρυθμιστές ακόμη και αν
έχουν κομματικό παρελθόν.
Athens
Voice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου